Οι πιο βαριές περίοδοι της καθημερινότητες έρχονται και φεύγουν, κρατούν ημέρες ή και μήνες και κάθε φορά δεν είναι ευκολότερη απ’ την προηγούμενη. Νιώθεις υποτονικά, μια μελαγχολία ψιλομυστήρια, τρώγεσαι με τα ρούχα σου ή αγχώνεσαι με το παραμικρό. Ξαφνικά ο κόσμος παίρνει μια πιο ξένη κι εχθρική απόχρωση και νιώθεις μόνος, καθώς ο φόβος σκαρφαλώνει στους αστραγάλους και σε βαραίνει. Ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι να περάσει αυτό το αίσθημα μα μέχρι τότε τι γίνεται; Πώς απαλλάσσεις το στέρνο απ’ τα κιλά που δυσκολεύουν την αναπνοή;

Σηκώνεις το βλέμμα και κοιτάζεις τα βιβλία σου. Η ανασφάλεια υποχωρεί, το δωμάτιο θερμαίνεται και δεν είσαι τόσο μόνος πια, ενώ το πνεύμα αρχίζει να ξυπνά. Αγαπημένε βιβλιοφάγε, φίλη, αδελφέ και σύντροφε, ξέρεις πολύ καλά για τι μιλάω. Πλησίασε γύρω απ’ τη φωτιά κι έλα να υμνήσουμε μαζί τους σωτήρες του ψυχισμού μας.

Την παρέα στο λεωφορείο για τη σχολή, στη σειρά έξω απ’ τον γιατρό ή στην αναμονή για τη συνέντευξη για δουλειά. Τις ημέρες που είμαστε αδιάθετοι ή κάνει πολύ κρύο και θέλουμε να χουχουλιάσουμε σπίτι ή εκείνες που θέλουμε ν’ αράξουμε στην παραλία για ηλιοθεραπεία. Όταν οι σκέψεις μας πλημμυρίζουν, όταν έρχονται και μας μουρμουρίζουν στο αυτί χωρίς σταματημό, όταν σαν σατανάδες ρουφάνε τη λιγοστή ενέργεια που μας έχει απομείνει, που μας σπρώχνουν στο βούρκο και πιέζουν το πόδι για να βουλιάξουμε πιο μέσα, τότε οι σωτήρες μας εμφανίζονται. Ανοίγουν και μας αφήνουν να βουτήξουμε μόνοι στους κόσμους τους, τους πολύπλοκα άπειρους.

Και ξαφνικά, μυρίζουμε αρώματα από άλλους αιώνες που πέρασαν ή δεν έχουν έρθει ακόμα, από διαστάσεις υπαρκτές κι ανύπαρκτες. Πηδάμε από βουνά και κατεβαίνουμε πλαγιές έρημες μα ταυτόχρονα τόσο ζωντανές. Ακούμε ήχους αλλιώτικους και νιώθουμε ανέμους άγνωστους που φέρνουν νέα από άλλες ηπείρους και λαούς.

Θα πάρουμε εισιτήριο για Βουδαπέστη, Γαλλία ή Μαρόκο και θα βρεθούμε να κοιτάζουμε τη θέα από ψηλά, να περπατάμε τους δρόμους τους πλάι σε αγαπημένους ή μισητούς ήρωες, σε αναμνήσεις οικεία ξένες και να δενόμαστε μαζί τους. Να βρισκόμαστε με ένα ραβδί στο χέρι ή να κοιτάζουμε τον Χίθκλιφ από μακριά. Να αντικρίζουμε τους νεκρούς της λέπρας ή τον Ολύμπιο γονιό μας. Να ζητούμε το χέρι της Ελίζαμπεθ μαζί με τον κύριο Ντάρσι ή να αποκρυπτογραφούμε τον κώδικα Ντα Βίντσι δίπλα στη Σόφι. Να κρατάμε με δάκρυα το χέρι της Χέιζελ, διαβάζοντας το γράμμα του Αυγούστου, ή ν’ ακολουθούμε έναν λαγό πίσω απ’ την Αλίκη.

Να νιώθουμε ταυτόχρονα και να επηρεαζόμαστε μαζί τους, να χαιρόμαστε, να τρομάζουμε και να θλιβόμαστε καθώς οι λέξεις περνούν κι οι στιγμές των ζωών τους πληθαίνουν ή μειώνονται. Να καταριόμαστε εκείνους που θέλουν το κακό τους ή να τους παροτρύνουμε να μπουν στο σκοτεινό υπόγειο για να μάθουμε τι στο καλό συμβαίνει. Να τους παρατηρούμε ν’ αλλάζουν και ν’ αλλάζει κι ένα δικό μας κομμάτι μαζί τους. Κι όταν φτάσουμε στην τελευταία σελίδα, να το αποχαιρετήσουμε με ένα ευχάριστα δυσάρεστο αίσθημα στο στομάχι.

Είναι αυτό που ξέρουμε καλά οι βιβλιοφάγοι· θέλεις να τελειώσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα ένα καλό βιβλίο μα ταυτόχρονα δε θέλεις να το τελειώσεις ποτέ. Πόσες φορές ευχηθήκαμε να μπορούσαμε να διαγράψουμε τη μνήμη μιας ιστορίας μόνο και μόνο για να ξανανιώσουμε την έξαψη των ανακαλύψεων απ’ την αρχή. Να γευτούμε ξανά και ξανά τις ίδιες πλοκές με τη γλύκα της πρώτης γνωριμίας. Παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που φτάνουμε στο κομμάτι του φιλιού, το στομάχι μας ταράσσεται και πάλι, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άξιος ήρωας τα μάτια βουρκώνουν και για λίγο η αίσθηση εκείνης της πρώτης συνάντησης επανέρχεται κι όλα είναι όπως λατρεύουμε να είναι.

Κάθε νέο βιβλίο, κάθε πρωταγωνιστής που ανοίγει το μυαλό και τη ζωή του, κάθε συγγραφέας που αποτυπώνει στο χαρτί τον κόσμο στο κεφάλι του, μας προσφέρει ένα χέρι βοηθείας, μία συντροφιά ή έναν πλατωνικό έρωτα. Κάθε που η καθημερινότητα δυσκολεύει και μόνο ο χρόνος μπορεί να κάνει τη διαφορά, τα μάτια ψάχνουν τα βιβλία και τα χέρια τα φέρνουν κοντά. Η καρδιά ανοίγει και το στέρνο χαλαρώνει. Πάμε να χαθούμε λίγο ακόμα.

 

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη