Απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας ένιωσα μια έλξη. Ήταν ο τρόπος που μου μιλούσες; Η επικοινωνία που ένιωσα ότι υπήρχε ανάμεσά μας; Ήταν το ότι με έκανες να γελάω με το καθετί; Δεν ξέρω. Το μόνο σίγουρο ότι απ’ την αρχή διαισθάνθηκα τι θα μπορούσε να συμβεί μεταξύ μας.
Χωρίς να το θέλω, γοητεύτηκα απ’ τη συμπεριφορά σου. Ήθελα να κρατήσουμε επαφή. Μου άρεσε ο τρόπος που φλερτάραμε, αλλά δεν ήθελα κάτι παραπάνω. Φοβόμουν ότι μπορεί να ήσουν ακόμη μια απογοήτευση. Δεν ένιωθα έτοιμη να ρισκάρω πάλι και να επενδύσω συναισθηματικά σε κάποιον. Αποφάσισα, λοιπόν, να κυνηγήσω μια φιλία μαζί σου. Ήταν νωρίς, άλλωστε, για κάτι παραπάνω.
Δε σκεφτόσουν, όμως, το ίδιο με μένα. Απ’ τη δεύτερη συνάντησή μας, μου χάλασες τα σχέδια. Αποφάσισες να μου πεις ευθέως ότι σ’ αρέσω. Ήθελες να ξεκαθαρίσεις απ’ την αρχή ότι δε με έβλεπες φιλικά. Ήμουν διστακτική. Δεν ήξερα τι ήθελα. Σου ζήτησα χρόνο.
Δεν πτοήθηκες απ’ τα λόγια και βάλθηκες να βρεις κάθε δυνατό τρόπο να με κερδίσεις. Επέμενες με ένα μοναδικό τρόπο. Διεκδικούσες έντονα χωρίς ποτέ να γίνεσαι πιεστικός. Κι αυτό ήταν το πιο γοητευτικό πάνω σου. Σεβόσουν τα όριά μου. Ταυτόχρονα, όμως, στα μηνύματά και στα τηλεφωνήματα έδειχνες ότι ξέρεις να κυνηγάς αυτό που θέλεις και δε σταματάς αν δεν το κατακτήσεις. Ήσουν πρόθυμος να κοπιάσεις για να με ‘χεις και δε φοβόσουν να μου το δείξεις.
Το φλερτ ανάμεσά μας, με τον καιρό, μου άρεσε ολοένα και περισσότερο. Με έκανες να νιώθω μοναδική, χωρίς ποτέ, όμως, να μου πεις μεγάλα λόγια. Είχες καταλάβει ότι φοβόμουν το παραμύθιασμα. Οι πράξεις σου μου μιλούσαν με τον πιο γοητευτικό τρόπο. Αν σε καλούσα να έρθεις κοντά μου θα το έκανες. Αν σου ζητούσα κάτι, θα μου το έφερνες. Πάντα πρόθυμος, χωρίς ποτέ να φανείς πιεστικός, αλλά ούτε και δεδομένος.
Κάναμε κοινούς στόχους μαζί. Συζητάγαμε για τα μέρη στα οποία θέλαμε να πάμε. Με συμπεριλάμβανες στα μελλοντικά σχέδιά σου για να μου αποδείξεις ότι δεν παίζεις μαζί μου. Για να μου αποδείξεις, με πράξεις, ότι ήρθες για να μείνεις.
Κάποια στιγμή αποφάσισες να μου εκφράσεις πάλι τα συναισθήματά σου. Πιο αποφασιστικά εκείνη τη φορά. Μου είπες όσα αισθάνεσαι κι ότι δε θα συμβιβαστείς με κάτι λιγότερο. Τρόμαξα στη σκέψη ότι μπορεί να σε έχανα. Είχα πια ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά μου. Έτσι, το ειδύλλιο ανάμεσά μας πήρε μορφή κι έγινε σχέση.
Άρχισα τότε κι εγώ να δίνομαι. Προσπαθούσα να σε ευχαριστήσω με κάθε τρόπο. Ήθελα να κάνω αυτό που θέλεις προτού καν το σκεφτείς. Τα πάντα για να σε κάνω ευτυχισμένο. Έφτασα σε σημείο να καταπιέζω τις επιθυμίες μου για σένα. Και όσο πιο πολύ τις καταπίεζα, τόσο λιγότερο έδειχνες πρόθυμος να τις ικανοποιήσεις.
Περνούσαν οι μέρες και σιγά-σιγά το ενδιαφέρον σου για μένα μειωνόταν. Δε με κυνηγούσες πια όπως παλιά. Δε φαινόσουν ότι ήσουν πρόθυμος να κάνεις τα πάντα για μένα. Δεν είχες πια κάτι να αποζητάς. Κάτι για το οποίο να παλέψεις. Κι ίσως φταίω εγώ σε αυτό. Γιατί ήθελα να στα δίνω όλα στο χέρι…
Δε με έπαιρνες πια τηλέφωνο τα βράδια. Δε συζητούσαμε όπως παλιά. Έβαλες τη δουλειά σου πάνω από μένα. Έβαλες τους φίλους πάνω από μένα. Ή μάλλον έβαλες εμένα κάτω από όλα. Κι εγώ… Απλά το δέχτηκα, ήθελα να σου αφήσω το χώρο σου. Δεν ήθελα ποτέ να νιώσεις ότι σε πιέζω. Ούτε έκανα καμία προσπάθεια να το συζητήσω μαζί σου. Εθελοτυφλούσα. Έμενα μόνη να αναρωτιέμαι αν άραγε θυμάσαι ακόμα τον κόπο που έκανες για να με κατακτήσεις.
Όσο περνούσαν οι εβδομάδες έβλεπα αυτό που είχαμε να σβήνει. Έβλεπα τη σπίθα σιγά-σιγά να εξαφανίζεται. Μα γιατί, αγάπη μου, κανένας απ’ τους δύο μας δεν προσπάθησε να τη σώσει; Έκανες τόση προσπάθεια να με κερδίσεις. Γιατί; Για το τίποτα; Έγινα μάλλον, πολύ δεδομένη για σένα… Έγινα πια το σιγουράκι σου, γιατί ήθελα να σου τα προσφέρω όλα απλόχερα.
Ανεχτήκαμε και οι δυο αυτή την κατάσταση για μήνες. Είχαμε συνηθίσει πια ο ένας τον άλλο. Κανείς μας, όμως, δεν έβλεπε ότι η σπίθα πια δεν είχε γίνει βαθύτερη αγάπη, αλλά παγερή αδιαφορία. Κοροϊδεύαμε πια ο ένας τον άλλο. Μάλλον, τελικά, μπήκαμε κι οι δυο στο λάθος τρένο.
Ανακοίνωσα τις σκέψεις μου περί χωρισμού και περίμενα να δω λίγο πόνο στα μάτια σου. Ένα σημάδι ότι κάτι υπάρχει ακόμα. Να δω ότι νοιάζεσαι για μένα. Αλλά όχι. Απλά με κοίταξες ανέκφραστα. Κενό.
«Αφού αυτό θέλεις», ήταν το μόνο που κατάφερες να πεις και σηκώθηκες να φύγεις. Κατευθύνθηκες στην πόρτα γρήγορα, χωρίς να κοιτάξεις ούτε στιγμή πίσω σου. Προσευχόμουν να το κάνεις. Τίποτα. Απλά την άνοιξες και την έκλεισες. Κι έμεινε το δωμάτιο κενό, χωρίς εσένα.
Έμεινα, λοιπόν, εκεί. Να κοιτάζω την κλεισμένη πόρτα. Ήλπιζα ότι ίσως γυρνούσες. Ίσως μετάνιωνες. Αλλά αυτή έμεινε κλειστή, να με κοροϊδεύει όσο περίμενα να γυρίσεις. Ένα παράπονο μόνο μου έμεινε από σένα: Τόση προσπάθεια να με κερδίσεις για το τίποτα;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη