Ήταν Δευτέρα από αυτές τις βαρετές που απλά θα προτιμούσες να χουζουρεύεις στο κρεβάτι σου όλη μέρα. Ξύπνησα κι ήσουν η πρώτη μου σκέψη. Χαμογελάω μόνη μου. Κάτσε λίγο… Εγώ γιατί χαμογελάω και πώς προέκυψε αυτό; Πότε έγινες η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνάω κι η τελευταία όταν κοιμάμαι; Μπήκες φασιστικά σχεδόν μέσα στο μυαλό μου κι άρχισες να βολτάρεις χαμογελαστός κι ανενόχλητος.
Για περίμενε λίγο όμως, εγώ καιρό τώρα είχα φροντίσει να βάλω τις ταμπέλες φιλίας πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μη και δημιουργηθεί καμία παρεξήγηση. Βλέπεις δεν ήθελα κάτι παραπάνω από εσένα. Εντάξει βασικά θα σου πω την αλήθεια. Ίσως και να ήθελα απ’ την αρχή, απλά ήσουν πάντα τόσο διαθέσιμος και δεδομένος που ήξερα ότι στην δύσκολη μου στιγμή θα είσαι πάντα εκεί, το στήριγμά μου, ο προστάτης μου.
Δε στο είπα ποτέ αυτό, αλλά πάντα αγαπούσα τις βόλτες μαζί σου. Ένιωθα τόσο μεγάλη ασφάλεια. Ε κι η δύσκολη στιγμή ήρθε κι εσύ δεν ήσουν εκεί και με το δίκιο σου. Είναι από αυτά τα ωραία χαστούκια που σου δίνει η ζωή και συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Το ξέρω ότι με αγαπάς και θα με αγαπάς και φυσικά καταλάβαινα όλες αυτές τις διακριτικές προσπάθειες που έκανες κατά καιρούς που έπεφταν σε τοίχο. Έναν τοίχο που είχα φροντίσει να υψώσω εγώ, όσο πιο ψηλά μπορούσα. Θυμάμαι τις φορές που βρισκόμασταν σε κοινή παρέα και ένιωθα το βλέμμα σου πάνω μου και έκανα τη χαζή.
Εσύ προχώρησες όμως τη ζωή σου και καλά έκανες και τώρα πια δεν είσαι εκεί τα βράδια που θέλω να χαζολογήσουμε. Γιατί βαρέθηκες να το παίζεις φίλος. Μάλλον βαρέθηκες να χάνεις την αξιοπρέπειά σου. Κι εγώ λουσμένη με εγωισμό από πάνω ως κάτω τώρα κατάλαβα πόσο αναγκαίος μου ήσουν. Η απώλειά σου απ’ τη ζωή μου με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η «φιλία μας» που πάντα απαιτούσα δε μου αρκεί.
Τώρα χτυπιέμαι για εκείνο το βράδυ που χορεύαμε αγκαλιά και μου τραγουδούσες κι εγώ πάλι κρατούσα τις αποστάσεις μου και για τότε που με κρατούσες απ’ το χέρι και με ρώτησες με τι θα ήμουνα ευτυχισμένη και σου απάντησα ότι είμαι ήδη και δε χρειάζομαι κάτι άλλο αλλά εκείνη τη στιγμή, ήθελα να απαντήσω «με εσένα».
Κάπως έτσι τα δεδομένα γίνονται απωθημένα. Η ρόδα γυρίζει κι εσύ βρίσκεσαι παρατηρητής στην ευτυχία κάποιου άλλου που ίσως να μπορούσατε να τη βιώνατε μαζί. Ζηλεύεις αυτά που δε φανταζόσουν ότι θα ζήλευες, χαίρεσαι που είναι online ενώ πριν αδιαφορούσες και ξυπνάς αυτή τη βαρετή Δευτέρα και μόνο στη σκέψη ότι θα μπορούσατε να πίνετε μαζί τον καφέ σας, σου προκαλεί ένα διάπλατο χαμόγελο.
Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος, αναζητά το δύσκολο γιατί το εύκολο του μοιάζει ανιαρό. Ίσως τελικά να είναι αναγκαία αυτή η απόσταση για να ερωτευτείς πραγματικά. Ίσως αν δε μεσολαβήσει αυτό το διάστημα της απώλειας τα συναισθήματα να μοιάζουν χλιαρά και σύντομα να ξεθωριάσουν.
Απ’ την άλλη, πολλοί λένε ότι τα πράγματα στη ζωή είναι πιο απλά από ότι τα κάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Θέλω να πω, πόσο πιο εύκολη θα ήταν η ζωή της Πεντάμορφης αν παραδεχόταν εξαρχής στο Τέρας ότι τον αγαπά. Ή πόσες λιγότερες δυσκολίες θα είχε η Σταχτοπούτα αν εξηγούσε εξαρχής στον Πρίγκιπα την κατάσταση που βίωνε σπίτι της, αντί να το παίζει μοιραία.
Κάπως έτσι το δεδομένο παύει να είναι δεδομένο και γίνεται κόλλημα κι ύστερα απωθημένο. Κι εσύ γελάς. Γελάς δυνατά με την κατάστασή σου, με τη βλακεία που σε δέρνει. Τώρα λιώνεις με μια του λέξη, γελάς με κάθε βλακεία που θα πει, αλλά γι’ αυτόν είστε απλά φίλοι. Βλέπεις, τόσες φορές που του το είπες τον έπεισες τελικά και τον ίδιο. Τελικά θα ήθελα να ήξερα ποιος θέλει αυτόν τον έρωτα με τα δάκρυα και την καψούρα, όταν υπάρχει ο άλλος που χαρίζει διάπλατα χαμόγελα κι αγκαλιές που κλειδώνουν με την πρώτη.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη