Είναι βράδυ. Αφηρημένη κοιτάω ένα κόκκινο μπαλόνι που μέρες τώρα περιφέρεται στο δωμάτιο. Προσπαθώ να τελειώσω τη δουλειά που έχω, αλλά το μυαλό δε συνεργάζεται. Βλέπεις καιρό τώρα στριφογύριζες στο κεφάλι μου και δε λες να κουνηθείς. Οι μέρες περνούσαν και εγώ έφτιαχνα ιστορίες για εμάς τους δυο. Πες το όπως θέλεις, ρομαντικό, υπερβολικό, γλυκανάλατο -πάντα το κάνω δε θα ήσουν η εξαίρεση. Για καιρό κοιμόμουν με τη σκέψη σου και ξυπνούσα με εσένα. Μου χάριζες χαμόγελα χωρίς να ήσουν καν εκεί.
Μιας και λέμε αλήθειες, λοιπόν, δεν περνάει μέρα χωρίς να σκεφτώ εκείνο το ξημέρωμα. Βλέπεις στην αρχή όλες οι μνήμες ήταν ξεκάθαρες. Τώρα η ανάμνηση είναι θαμπή, μαγική μεν, αλλά θαμπή. Ξέρεις τώρα αμφισβητώ και τον ίδιο μου τον εαυτό. Ίσως τελικά να είσαι δημιούργημα της φαντασίας μου, ίσως εκείνο το ξημέρωμα που το θυμάμαι ονειρικό να μην υπήρξε ποτέ. Μπορεί και να με βολεύει λοιπόν αυτή η σκέψη. Έτσι συνεχίζω και ζω ήρεμη.
Ξέρεις πάντα άκουγα φίλους και φίλες να παλεύουν να στεριώσουν σε σχέσεις, να δυσκολεύονται να ζήσουν ακόμα και τα πιο απλά πράγματα και τα εύκολα να είναι δύσκολα για αυτούς. Πάντα τους φώναζα, λοιπόν, ότι δυσκολεύουν τη ζωή τους και τα πράγματα στη ζωή είναι απλά. Όλα επιλογές είναι, έλεγα και ξανάλεγα.
Έπειτα γνώρισα εσένα που μου ανέτρεψες όλη μου την κοσμοθεωρία. Άρχισα να παπαγαλίζω σε φίλους και γνωστούς τις θεωρίες σου σαν να ήτανε δικές μου. Στην αρχή δεν το καταλάβαινα, ούτε που είχα αντιληφθεί πως είχες μπει μες στο μυαλό μου. Μαζί σου κατάλαβα, πως τους ανθρώπους τους αρέσει να κυνηγούν το άπιαστο, μόλις το πιάσουν όμως το βαριούνται απευθείας και θέλουν να πάνε στο επόμενο. Πως ένα μάτσο εγωισμό είμαστε τελικά. Ναι, είναι γεγονός, το ανθρώπινο είδος αρέσκεται να αρέσει.
Όσο για εμένα, ξέρω ότι σε έχω ανάγκη. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Αυτή είναι η αλήθεια μου. Γιατί όχι τίποτα παραπάνω; Γιατί δε με άφησες να καταλάβω. Πήρα μια γεύση, δηλαδή είχα μια μικρή ιδέα, αλλά δεν μπόρεσα πότε να την επιβεβαιώσω. Έπειτα ο καιρός περνούσε κι εσύ ήσουν απλά μια σκέψη.
Μου χρωστάς ένα ξημέρωμα λοιπόν, με αγκαλιές που κουμπώνουν, αγγίγματα και πειράγματα κι άλλα τέτοια. Ένα ξημέρωμα από αυτά τα δικά μας. Αυτά που δε θέλουμε να τελειώσουν. Κάπου πάνω σε μια ταράτσα ίσως, με τζαζ μουσική να παίζει κι εμείς για ώρα να μένουμε αμίλητοι και χαμογελαστοί.
Μπορεί να πίνουμε και μαργαρίτες, θα ταίριαζε, δε νομίζεις; Θα κάνουμε φιλοσοφικές συζητήσεις κι εσύ θα επιμένεις στις θεωρίες σου μέχρι να συμφωνήσω. Ίσως πάλι και μια τέτοια σκηνή να μην μπορεί να ξαναπαιχτεί γιατί θα αμαυρωθεί. Τουλάχιστον έτσι μένει περισσότερη μαγεία και λιγότερος κυνισμός.
Ήταν κάποτε μια γυναίκα κι ένας άντρας. Εκείνη την έλεγαν Ρομαντική κι αυτόν Ορθολογιστή. Μια μέρα λοιπόν απ’ τη λαχτάρα τους να συναντηθούν και να πουν τις δικές τους αλήθειες πήραν φόρα κι άρχισαν να τρέχουν, η σύγκρουση όμως ήταν τόσο δυνατή που τους εκτόξευσε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ενώ λοιπόν εκείνα τα δευτερόλεπτα της σύγκρουσης αυτών των δύο αντιφατικών πνευμάτων ήταν μαγικά, δεν ήταν αρκετά για να τους κρατήσουν ενωμένους. Και κάπως έτσι το παραμύθι τελείωσε απότομα.
Η ρόδα γύρισε λοιπόν και βρέθηκα να σε κοιτάω έτσι όπως κάποτε με κοίταζες εσύ. Μόνο που τώρα εσύ δεν είσαι ο ίδιος. Ή μάλλον εσύ πάντα έτσι ήσουν και τα δικά μου θέλω άλλαξαν. Παράλογες απαιτήσεις που τις εκφράζω πού και πού δήθεν στην πλάκα.
Μου χρωστάς ένα ξημέρωμα, λοιπόν, ξέρεις από αυτά τα δικά μας, τα μαγικά. Με τα χαμόγελα, τα κοιτάγματα και τις ατέλειωτες συζητήσεις μας. Αυτές που μόνο μαζί σου κάνω. Τις συμβουλές σου και αυτά τα αληθινά κραξίματα που μόνο από εσένα ανέχομαι να ακούω.
Γιατί κουράστηκα, μωρέ, κι είναι και αυτό το κόκκινο μπαλόνι που κάθεται αγέρωχο στο δωμάτιό μου και δε λέει να ξεφουσκώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη