Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Όλοι τη ζητάνε, αλλά στην πραγματικότητα, ποιος την αντέχει; Μήπως η αλήθεια που μπορεί να ειπωθεί είναι αυτή, που μπορεί ν’ αντέξει η συνείδηση έτσι ώστε να μπορέσει μετά από λίγο καιρό να ξεχάσει; «Έπειτα από ένα μεγάλο μπουμ» –είπε ο Παπακωνσταντίνου σ’ ένα τραγούδι του– «χίλιοι φακοί θα κάνουν ζουμ, πλάνα ωραία της καταστροφής με φωτιές και σάρκες να τραφείς, όταν η αράχνη θα νιώθει ευφυής στριμωγμένη στο μπετόν της οροφής».
Και το κουτί της Πανδώρας άνοιξε και πάλι. Με τα μέσα να επιδίδονται σ’ ένα ξεζούμισμα μιας εθνικής καταστροφής, μ’ ένα τρένο που πάτησε την ελληνική δημοσιογραφία, μια συγνώμη και μια ατελείωτη διαφθορά, μια πολιτική αντιπαράθεση στις ράγες με παραιτήσεις για τα μάτια του κόσμου, μ’ έναν σταθμάρχη στο σκαμνί, με την Ευρώπη ν’ αναρωτιέται, με κάποιους να συγκρίνουν παρόμοια δυστυχήματα στον κόσμο ως μια παρηγοριά στον άρρωστο και μια πληροφορία μετά την άλλη χωρίς νόημα κι ουσία, με το «γιατί» να μένει αναπάντητο.
Και θα μείνει. Γιατί στην Ελλάδα του 2023, δε γίνεται δύο τρένα να κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή και να μην το αντιληφθεί κανείς. Το «μετά» το ζούμε και το βλέπουμε. Στο «πριν» γράφτηκε η ιστορία και κάνει τον πόνο ακόμα μεγαλύτερο. Όχι δεν είναι η κακιά η ώρα, ούτε και η κακιά η χώρα. Είναι αυτή η αλήθεια που μας πονά όλους. Είναι αυτή η αλήθεια που όλοι ξέρουμε και δε θέλουμε να παραδεχτούμε. Είναι η ανασφάλεια που νιώθουμε μπροστά σ’ αυτό το «πάμε κι όπου μας βγάλει» που επιβάλλει η Ελλάδα, ξανά και ξανά και ξανά.
Τι να το κάνεις –εκ των υστέρων- αν μετράς τι θα μπορούσε να ‘χει γίνει, όταν φτάνεις να μετράς θύματα; Τι να την κάνεις την απόδοση των ευθυνών στον βωμό της δικαιοσύνης όταν κάτι θα ήταν πρακτικά αδύνατο αν ένα έργο τηλεδιοίκησης λειτουργούσε; Τι να το κάνεις αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για τις σιδηροδρομικές μεταφορές; Τι να το κάνεις όταν όλοι ήξεραν αλλά βλέπεις, οι συνδικαλιστές πουλούσαν;
Και να, που μια εικονική πραγματικότητα έντεχνα φιλοτεχνείται από μια σκληρή, ωμή και κυνική πραγματικότητα που πλέον όλοι ζούμε. Για να μας θυμίζει –γιατί πρέπει να μας θυμίζει– εκείνες τις αμέλειες, τις ολιγωρίες, τις παραλείψεις, τις αλαζονείες και την αμετροέπεια. Να μας θυμίζει πως τα λόγια δεν αλλάζουν την πραγματικότητα και σε καμία περίπτωση δε φέρνουν παρηγοριά.
Μακριά από κάθε πολιτική πεποίθηση –γιατί στο πένθος δεν υπάρχει– κούρασαν οι πολλές οι κουβέντες. Κούρασαν κι οι συγνώμες. Το πένθος θέλει σιωπή. Οι ψυχές για να ηρεμήσουν δε θέλουν παράθυρα στην τηλεόραση, δε θέλουν αναρτήσεις, δε θέλουν αντιπαραθέσεις, δε θέλουν φακούς και πρωτοσέλιδα. Θέλουν εκείνο το τελευταίο τους ταξίδι να ‘ναι δίπλα στις οικογένειές τους. Θέλουν εκείνα τα μηνύματά τους να βρουν τον σωστό παραλήπτη τους. Θέλουν να βιώσουν την απώλειά τους χωρίς να αισθάνονται τα δόντια των σαρκοφάγων τηλεθεατών που συμπάσχουν από τον καναπέ τους, γιατί κι αλήθεια να είναι, δεν τους αφορά.
Κάπως έτσι, χίλιοι φακοί κάνανε ζουμ, με πλάνα μιας καταστροφής κι ο ανθρώπινος πόνος έχει πια μετεξελιχθεί σε κοινωνική οργή. Η κοιλάδα των Τεμπών παρέδωσε και τα τελευταία –ας ελπίζουμε- θύματα στις οικογένειές τους. Και ξέρεις, τελικά, ποια είναι η μεγαλύτερη αλήθεια; Ότι εσένα κι εμένα μια απάντηση στο «γιατί» μπορεί κάποια στιγμή να μας καλύψει. Αλλά εκείνον τον πατέρα που θα περιμένει τις κόρες του, ή τη μάνα που θα περιμένει τον γιο της που άφησε πίσω του κι έναν έρωτα, να μην τολμήσει κανείς ποτέ να υποπτευθεί πως κάποια απάντηση θα δοθεί που έστω και λίγο θα είναι αρκετή. Γιατί θα είναι «θύτης μα και το θύμα συνθηκών».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου