Σε μία διαδρομή, μέσα απ’ τον ελληνικό κινηματογράφο του ’62 και σ’ εκείνον τον διεθνή του ‘99, απ’ την «ασπρόμαυρη» νύφη που το έσκασε, Τζένη Καρέζη στην «έγχρωμη» νύφη Τζούλια Ρόμπερτς, με μία στάση στη Φίνος Φιλμ, εκεί όπου ο Βέγγος με τον Ηλιόπουλο μας μαθαίνουν τη μέθοδο «στρίβειν δια του αρραβώνος», φτάνουμε στη σημερινή εποχή.
Μία εποχή, που το θέμα γάμος, έρχεται να δέσει όλες εκείνες τις διαφορετικές διαστάσεις ανάμεσα στο πριν και το τώρα. Ανάμεσα στην εποχή όπου οι νύφες διέσχιζαν θάλασσες για να συναντήσουν τους άντρες που πρόκειται να παντρευτούν. Ανάμεσα στις κοινωνίες όπου ο γάμος αποτελούσε μυστήριο συμφερόντων ή ακόμα κι ένωση δυνάμεων. Ανάμεσα πλέον στον παραδοσιακό γάμο μ’ εκείνον του ιδιωτικού συμφώνου συμβίωσης.
Τι κι αν αλλάξανε, όμως, οι εποχές; Αλλάζουνε κι οι άνθρωποι; Τότε δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές. Ήλπιζαν σ’ έναν πρίγκιπα πάνω σ’ ένα λευκό άλογο, ή κάποιος να κλέψει κάποιον. Ή κάποιος να σε λυπηθεί μπροστά στη φράση «θα φαρμακωθώ». Ή στην τελική ήλπιζαν σ’ έναν έρωτα και μία αγάπη που μπορεί να ερχόταν με τον καιρό, ακόμα κι αν ήταν άγνωστη -ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ. Σε έπιαναν απ’ το χέρι και σε χέρι σε παρέδιδαν.
Κι αν ερχόταν η στιγμή που μετάνιωνες ν’ ανέβεις τα σκαλιά της εκκλησίας, δεν είχες πολλά να πεις κι ούτε πολλά να κάνεις. Ακόμα κι αν η καρδιά και το μυαλού ήταν αλλού, το σώμα ήταν αλλού δοσμένο.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Σε μία κοινωνία όπου τα πάντα είναι ελεύθερα και θεμιτά. Η ένωση των ανθρώπων δε διακρίνεται από φύλα κι η απόφαση του γάμου ή καλύτερα της κοινής συμβίωσης είναι, επί των πλείστων, επιλογή δύο ανθρώπων. Ή μήπως όχι;
Ίσως. Τι νόημα, όμως, έχει όταν η απόφαση έχει παρθεί; Όταν η πρόταση έγινε δεχτεί κι ένα δακτυλίδι πλέον κοσμεί ένα χέρι; Όταν το άλλο σου μισό σε κοιτάει στα μάτια και μέσα σ’ αυτά χτίζει ένα μέλλον; Τι γίνεται όταν έρχεται εκείνη η στιγμή, όπου «ενώπιον Θεού και κάρμα θέλοντος», πρέπει να ενωθείς με τον άλλον ή απλά μία υπογραφή να επισημοποιήσει αυτά τα δεσμά;
Τρομάζεις; Διστάζεις; Τρελαίνεσαι; Κι αν ναι, γιατί; Αυτό δεν ήθελες; Αυτό δεν ονειρευόσουν κατά βάθος; Και τώρα που όλα είναι έτοιμα; Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη; Τι σ’ έκανε να πιστεύεις ότι πρέπει να κάνεις πίσω; Να το βάλεις στα πόδια;
Είναι μαγικό να βλέπεις τους γονείς σου, τους παππούδες σου ή ηλικιωμένα ζευγαράκια στο δρόμο και να σκέφτεσαι το ίδιο. Να σκέφτεσαι ότι έτσι ακριβώς θέλεις να είσαι μετά από πολλά χρόνια με το σύντροφό σου. Και την ίδια στιγμή σε πιάνει μια ανεξήγητη ανασφάλεια. Ένα απίστευτο τρέμουλο προς πάσης φύσεως δέσμευση. Ένας φόβος ότι όλο αυτό δε θα πετύχει. Κάτι ανάμεσα, δηλαδή, στο μίζερο κι αξιοθρήνητο. Στην ταμπέλα της πιθανής αποτυχίας, με μια δόση, ρουτίνας. Γιατί ένα είναι βέβαιο, την επόμενη μέρα το πρωί, δε θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά μόνος σου.
Η αλήθεια είναι ότι η σκέψη βλάπτει σοβαρά τον γάμο. Κι η βοήθεια του κοινού ανύπαρκτη, όταν πραγματικά τη χρειάζεσαι. Κι αν το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται σ’ εκείνα τα πρώτα λεπτά όπου κρατάς την ανθοδέσμη σου, τυλιγμένος ανάμεσα στη ροζ γραβάτα σου ή σ’ εκείνο το νυφικό, που ώρες διάλεγες με την κολλητή σου, θέλεις απλά να πέσεις πάνω στο καπό της λιμουζίνας ή έχεις αποφασίσει να κάνεις ξαφνικά, skydiving, χωρίς να σκεφτείς αν θ’ ανοίξει ή όχι το αλεξίπτωτο.
Και μένεις μετέωρος και θολωμένος. Περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια σου όλοι οι μεγάλοι έρωτες κι όρκοι αγάπης που αντάλλαξες στο παρελθόν για να καταλήξεις στη σκέψη των χιλιάδων ευρώ που ξόδεψες για μία δεξίωση. Προσπαθώντας να ελέγξεις τα ψυχολογικά σου όρια μπροστά σ’ όλα εκείνα τα σχόλια που συνοδεύονται από συγχαρητήρια και στα ερωτήματα αν, τελικά, τελειώνει η ζωή σου ή προλαβαίνεις να το σκάσεις.
Προφανώς όλα τα παραπάνω είναι αμελητέα κι υποφερτά. Δεν έχεις παρά να βγάλεις τον σκασμό, να βάλεις το καλό σου μαγιό από κάτω για να κολυμπήσεις και στο τέλος να πεις κι ένα ευχαριστώ που τελικά βρήκες τον δρόμο για να κάνεις την εμφάνισή σου. Γιατί αν δεν την κάνεις, σίγουρα την έκατσες. Κάποιος θα σε κυνηγήσει. Κάποιος θα σε βρει. Και τότε δικαιολογίες δεν υπάρχουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη