Κάπου στο τελείωμα ενός ακόμη αυγουστιάτικου φεγγαριού, άρχισα να πιστεύω ότι μπορεί η καρδιά ν’ αρχίσει να χτυπάει δυνατά. Να χτυπάει σ’ εκείνους τους ρυθμούς, που είχε ξεχάσει για χρόνια. Δε θα σου πω, αν πιστεύω στους καλοκαιρινούς έρωτες και σε παραμύθια κάτω από έναν καλοκαιρινό ουρανό. Θα σου πω όμως, ότι πιστεύω στην πρώτη ματιά κι αυτό που ακολουθεί μέσα στο σώμα.
Εκείνα τα συναισθήματα, που διεγείρουν, κάθε κύτταρο και προκαλούν ανατριχίλα. Μ’ εκείνη την αγωνία, που περιμένεις να δεις και ξαφνικά εκπλήσσεσαι. Αρκεί ν’ ακούσεις τ’ όνομά σου να βγαίνει απ’ τα χείλια και τότε νιώθεις ότι είσαι στη σωστή κατεύθυνση. Γιατί ακόμη και μέσα στο σκοτάδι όλα μπορεί να φωτιστούν, προκειμένου να σου δείξουν το δρόμο.
Σ’ ένα δρόμο που ξέρω ότι δε θέλω κάτι γενικά, αλλά θέλω εσένα ειδικά. Μακριά απ’ τον κόσμο και τα μάτια των περαστικών. Μακριά από κάθε είδους ανασφάλεια και ερωτηματικά. Γιατί βρήκαμε ο ένας τον άλλον, ανάμεσα σε ραγισμένες καρδιές. Ανάμεσα σε στιγμές, που ακόμη μπορεί να πονάνε, αλλά ψάχνουν εκείνο το φιλί που μπορεί να τις γιατρέψει.
Γι’ αυτό φίλησέ με, μ’ εκείνη την ευγένεια, που βλέπω στα μάτια σου. Φίλησέ με γλυκά και κλεφτά χωρίς να υπάρχει το αύριο. Να νιώσω ότι δεν υπάρχει ομορφότερο πράγμα απ’ το να ζούμε το τώρα. Κι έπειτα, πάρε με μία αγκαλιά και πες μου ότι μπορείς να είσαι εδώ για εμένα. Όχι στα δύσκολα. Με κούρασαν αυτά.
Αλλά σ’ εκείνα τα βράδια που χρειάζομαι μια ασφάλεια. Κι έπειτα άλλαξε πλευρό. Απλώς, άσε με να αισθάνομαι την πλάτη σου. Με βοηθάει να μην πέσω στα πατώματα.
Κι αν πιστέψεις ότι έψαχνα αυτό το κάτι, που θα ερχόταν, για να γιατρέψει την άρρωστη καρδιά μου, γελάστηκες. Δε ζήτησα παρηγοριά στα μοναχικά μου βράδια. Δε ζήτησα στιγμές γεμάτες έρωτα και πάθος δίχως προηγούμενο. Δε ζήτησα παρέα στα ταξίδια μου, αλλά παρέα, στα ταξίδια του μυαλού. Δε ζήτησα νερό, αλλά ένα ποτήρι, που μπορεί να το μοιραστούν δύο. Δε ζήτησα να σκουπίσουν τα δάκρυά μου, αλλά ένα χαμόγελο σ’ αυτά.
Αν νομίζεις ότι ο καναπές και το κρεβάτι μου είναι μεγάλα για να χωρέσουν δύο, γελάστηκες. Αν νομίζεις, ότι τα τόσα μαξιλάρια είναι για να ακουμπάνε κεφάλια, μπερδεύτηκες. Αν η μία πετσέτα παραπάνω στο μπάνιο περιμένει ένα σώμα για να τυλιχτεί, έχασες. Υπάρχουν, γιατί ψάχνουν εσένα να τους δώσεις ζωή και ύπαρξη. Αρκεί να καταλάβουν ότι νοιάζεσαι κι έπειτα θα σ’ αγκαλιάσουν.
Έχεις δίκιο να πιστεύεις ότι χαθήκαμε, ψάχνοντας τους τέσσερις τοίχους προκειμένου να βρούμε το χαμένο μας έρωτα. Έχεις δίκιο να πιστεύεις ότι μας έφαγε η ρουτίνα κι η καθημερινότητά μας μπροστά σ’ ένα «ό,τι θέλεις εσύ». Έχεις δίκιο να πιστεύεις ότι μερικά πράγματα δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω.
Και παίρνεις το χρόνο σου. Παίρνουμε το χρόνο μας κι όπου μας βγάλει. Γιατί χειρότερα παιχνίδια από εκείνα του μυαλού δεν υπάρχουν. Ή μάλλον, καλύτερα, δεν ξέρουμε αν έχουν επιστροφή. Κι αν έχουν, πώς θα μας βρουν;
Κράτα αυτό. Δε θέλω, ούτε τη μέρα σου ούτε τη νύχτα σου. Δε θέλω να κλέψω καμία δική σου στιγμή. Θέλω απλώς να έχουμε τις δικές μας στιγμές, έναν κοινό παρανομαστή. Κι αν τα αισθήματα δε γυρνάνε πίσω, τότε ας ελπίσουμε σ’ ένα ακόμη αυγουστιάτικο φεγγάρι. Αν όχι εδώ, κάπου άλλου. Ν’ ακούσω απ΄τα χείλη σου τ΄όνομά μου ξανά.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου