Απ’ τη στιγμή που θα νιώσεις μέσα σου ότι κάτι έχει τελειώσει, τότε σίγουρα αυτή είναι κι η πραγματικότητά σου. Όσο κι αν κοιτάξεις αριστερά ή δεξιά, τον πάτο ενός ποτηριού ή το ταβάνι, ψάχνοντας για λίγο φως απ’ έναν ήλιο που αρχίζει να σου λείπει, δεν μπορείς να βρεις συμπλήρωμα σ’ εκείνο το κενό μέσα σου.

Ήλπιζες πως κάποια μέρα ένα όνειρο θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Παρ’ όλο που ήξερες ότι τα όνειρα έρχονται αργά και φεύγουν τόσο γρήγορα. Παρ’ όλο που ήξερες πως η αγάπη κι ο έρωτας –όσο χαμηλά κι αν έπεσες ή ανέβηκες–  έρχονται και φεύγουν με τον ίδιο τρόπο.

Κι αν μένει κάτι, στο τέλος, απ’ όλο αυτό είναι η νοσταλγία της χαράς, τις στιγμές που νιώθεις άσχημα. Τότε που ξέρεις ότι πλέον η αγάπη σου είναι διαφορετική και δε χωράει συμβιβασμούς. Δε χωράει σ’ ένα δρόμο δίχως γυρισμό.

Σ’ ένα δρόμο όπου δυστυχώς δεν έχουν να κάνουν όλα μ’ αλγόριθμους και θεωρήματα, αλλά έχουν να κάνουν με συγκρούσεις. Απ’ εκείνες όπου η λογική συναντάει το συναίσθημα και παλεύει μαζί της μέχρι το τέλος.

Προσπαθώντας να πείσει το μυαλό αν, τελικά, υπάρχει πραγματικά αγάπη εκεί έξω. Προσπαθώντας να πείσει την καρδιά για τι πρέπει να παλέψει. Κι εκεί όπου κύβος ερρίφθη κι έχεις πάρει τις αποφάσεις σου, όλα τα σπουδαία έρχονται και γυρίζουν παντού γύρω και μέσα σου.

Και κάπως έτσι, ο χωρισμός γίνεται μία λέξη που δε βγαίνει. Γίνεται μία πράξη που φαντάζει τόσο δύσκολη, που δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σε κανένα απ’ τα σενάρια που είχες στο μυαλό σου. Γιατί απλά δεν μπορείς να ξεχάσεις. Γιατί απλά δεν μπορείς να διαγράψεις. Γιατί απλά αγαπάς. Κι αυτό δε φεύγει. Απλώς αλλάζει.

Αλλάζει και καταδιώκεται από αμφιβολίες. Κι η πεποίθηση ότι κάνεις το σωστό, γιατί δε σου αρέσει να κοροϊδεύεις και να φορτώνεις τον εαυτό σου και το άλλον με ένοχες, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σ’ εκείνες τις σκέψεις που ξαφνικά σε πλημμυρίζουν με νοσταλγία. Και ξαφνικά σιωπή. Και ξαφνικά, ένα γλυκόπικρό flash back.

Σαν εκείνο το χαμόγελο που αντάλλαξες για πρώτη φορά. Εκείνο το πρώτο βλέμμα όπου δεν μπορείς, ακόμα κι εκείνη την ώρα, να ξεχάσεις. Εκείνα τα βράδια, όπου χάθηκες σε μερικές αγκαλιές, την ώρα που το για «πάντα» είχε διαγραφεί απ’ τα πιστεύω σου.

Και παίρνουν μπροστά απ’ τα μάτια σου για να κάνουν το «τώρα» σου πιο δύσκολο εκείνες οι βόλτες στη θάλασσα. Εκείνα τα γέλια και τα παιχνίδια που χανόντουσαν ανάμεσα σε φιλιά. Εκείνα τα δάκρυα που έφευγαν όταν άκουγαν μια φωνή που υποσχόταν το «είμαι εδώ γι’ εσένα». Εκείνο το χέρι-χέρι στα ψώνια. Εκείνο το σφιχτό κράτημα στο χορό. Εκείνοι οι καβγάδες, που έμοιαζαν τόσο αστείοι κάθε πρωί που ξυπνούσες. Κι αναρωτιέσαι…

Τι; Αν όλα τελειώσανε και πρέπει να πεις ένα «αντίο». Αν η αγάπη κι όλα όσο έζησες είναι αρκετά για μία ακόμη ευκαιρία. Κυρίως στον ίδιο σου τον εαυτό, αλλά το αύριό σου το σκέφτηκες; Το μετά δε θ’ αλλάξει, αλλά αντίθετα θα το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Γιατί απ’ έξω σου στέκεσαι αγέρωχα, αλλά από μέσα σου είσαι κομμάτια.

Κι αυτά τα κομμάτια, όσο κι αν προσπαθήσεις, δε θα μπορέσεις να τα ενώσεις. Γιατί το μυαλό είναι ήδη αλλού. Άσε λοιπόν τα «μήπως» και τα «ίσως» και σήκωσε το βλέμμα σου. Μπορεί η σιωπή σου να μοιάζει σαν μία αγάπη μεγάλη πριν απ’ το τέλος, αλλά βρες το θάρρος και κοίταξε τον άλλον στα μάτια.

Γιατί ο τρόπος που χωρίζεις δείχνει, πραγματικά, τον τρόπο που αγάπησες. Δηλαδή, ειλικρινά κι υπεύθυνα.

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη