Ένα «τικ» του ρολογιού αρκεί. Στο «τακ», θα ‘χουν αλλάξει όλα. Κι αν το παραδοσιακό ρολόι, έχει αντικατασταθεί, απ’ έναν ήχο κλήσης στο κινητό, η ουσία παραμένει η ίδια. Εκείνη τη μαγική στιγμή που είσαι πραγματικά βυθισμένος και τυλιγμένος στα ζεστά σου σκεπάσματα, με τον Μορφέα να σ’ έχει αποπλανήσει κυριολεκτικά, να πρέπει ν’ ανοίξεις βίαια το ένα σου μάτι και να ξυπνήσεις.
Και ξαφνικά όλα αρχίζουν να παίρνουν φως. Ο σκύλος σου, που με λύσσα, ορμάει επάνω σου για να σε καλημερίσει με χάδια και να σου θυμίσει τη στομαχική-εντερική του εξάρτηση από σένα. Η πρωινή φωνούλα του συντρόφου σου που σου λέει να κλείσεις το κινητό και να σηκωθείς, ή -αν δεν έχεις καλή ηχομόνωση- η φωνούλα του γείτονα που σου φωνάζει «κλείσε το επιτέλους».
Κι εκεί ανάμεσα, στον ύπνο και στον ξύπνιο, σου έρχεται στο μυαλό εκείνη η μελωδία «μη με ξυπνάς απ’ της έξι πριν ακόμα η μέρα να φέξει», και στο στόμα σου ψελλίζονται δειλά κι οι πρώτες σου λέξεις. Αυτές που απεγνωσμένα, με μια δόση εξάρτησης, αναζητούν την καφεΐνη.
Είναι εκείνη η στιγμή που εύχεσαι να ήσουν γόνος μεγάλης οικογένειας μ’ έναν οικονόμο να σου έχει έτοιμο το μπάνιο σου, το πρωινό σου και μια κούπα με ζεστό καφέ. Αλλά ξαφνικά έρχεσαι στη πραγματικότητα, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να σύρεις το κορμί σου απ’ το κρεβάτι στην κουζίνα για να βράσεις νερό, απ’ εκεί στο μπάνιο και μετά πάλι πίσω, μέχρι να καταλήξεις στον καναπέ σου.
Να σηκώσεις δειλά-δειλά την κούπα σου, να βρεις τα τσιγάρα σου, ν’ ανοίξεις την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, προσπαθώντας ν’ ανακτήσεις τις στοιχειώδεις αισθήσεις σου και την επαφή με το περιβάλλον. Και μόλις το μυαλό σου αρχίσει ν’ ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα ξεκινάς και την πρώτη βόλτα στο facebook και το messenger.
Είναι η στιγμή που κάνεις τα πρώτα σου βήματα –μετά τις δύο πρώτες γουλιές– κλειδώνοντας τις πληροφορίες στο κεφάλι σου, προκειμένου, να τις επεξεργαστείς αργότερα. Κι ενώ ανοίγει και το δεύτερο βλέφαρο έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον βραχνά σου, που σε κοιτάει μέσα στα μάτια και κουνάει την ουρά, περιμένοντας υπομονετικά να σηκωθείς.
Ακόμα, όμως, αρνείσαι πεισματικά, να πάρεις τα πόδια σου. Δεν έχει κάνει την πλήρη κυκλοφορία της η καφεΐνη στο σώμα σου κι εσύ χρειάζεσαι λίγη ώρα για να αποκτήσεις επαφή. Την επαφή εκείνη που έρχεται να σου θυμίσει ότι πρέπει να πλυθείς, να ντυθείς, να χτενιστείς, να μαζέψεις τα απαραίτητα.
Βάζεις, λοιπόν, τον καφέ σου, σ’ ένα πλαστικό και ξεκινάς με μια «καλημέρα», που με το ζόρι προσπαθείς να πεις στο ασανσέρ, στο γραφείο, στο λεωφορείο, στο φούρνο. Κι αναρωτιέσαι, πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που δεν πίνουν ούτε μία γουλιά απ’ έναν καφέ –φραπέ ατελείωτη ευχαρίστηση ή τέλος πάντων απ’ έναν latte macchiato– κι έχουν τέτοια εκνευριστική νηφαλιότητα, που σου σπάνε τα νεύρα.
Κι ενώ έχεις τελειώσει την τελευταία σου γουλιά απ’ τον πρώτο σου καφέ, μ’ ένα αίσθημα αρχικού ελέγχου και κυριαρχίας του εαυτού σου, ήδη έχει μπει στο μυαλό η επιθυμία για τον δεύτερο. Γιατί, ναι, είσαι από εκείνες τις περιπτώσεις –προφανώς όχι η μοναδική– όπου ένα δεύτερο καφεδάκι έρχεται να σου χαρίσει την απόλαυση της ημέρας σου.
Έρχεται να σου χαρίσει το πρώτο χαμόγελο, αλλά και μία απίστευτη ευχαρίστηση, σαν δώρο Θεού, για την υπόλοιπή σου ημέρα. Κι όποιος αναρωτιέται ή απορεί, για την περίπτωσή σου, θα πρέπει να αναλογιστεί αν έχει όντως ξυπνήσει ή κοιμάται ακόμα, που δεν έχει πιει ακόμα ούτε μία γουλιά.
Πλέον είσαι περήφανος που τα πάντα, ξαφνικά, έχουν πάρει ζωή, αλλά πάνω απ’ όλα εσύ. Γιατί το κεντρικό νευρικό σου σύστημα είναι πλέον ενεργό κι οι πνευματικές σου ικανότητες σε εγρήγορση. Σε βαθμό που ήδη προγραμματίζεις έναν τρίτο το απογευματάκι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη