Θέλεις πραγματικά να ξεφύγεις. Ψάχνεις για κάτι καλύτερο. Τα βράδια σε τρομάζουν οι εφιάλτες. Φωνές που σου λένε να ζήσεις.Να αντιμετωπίσεις όλα όσα σε κρατάνε πίσω. Δεν έχεις κανέναν. Είσαι μόνος, γιατί εσύ το επέλεξες. Και ξέρεις πως έκανες το σωστό.
Κάποτε, το μόνο που είχες ήταν μια όμορφη πορσελάνινη κούκλα. Την έπαιρνες αγκαλιά, την πήγαινες βόλτες στη θάλασσα, κοιτάζατε τα αστέρια και κάνατε ευχές. Το βράδυ την έβαζες για ύπνο, τη σκέπαζες και την κοιτούσες να κοιμάται μέχρι να ξημερώσει. Της έλεγες τα όνειρά σου, τις χαρές σου, τους πόνους σου κι εκείνη καθόταν και σε άκουγε αμίλητη, ανέκφραστη. Με το ίδιο παγωμένο χαμόγελο, πάντα καρφωμένο στο πρόσωπό της. Σαν να της έκλεψε κάποιος απότομα τη χαρά.
Κατάλαβες μια μέρα πως πολύ έμοιαζες με εκείνη την κούκλα. Κι όταν είδες πως κανείς δε συμφωνούσε με αυτά που πίστευες, προτίμησες να τους αφήσεις όλους πίσω, παρά να μένεις πλάι σε μιαν ιδέα που ποτέ δεν έκανες δική σου. Αποφάσισες πως δε φοβάσαι τίποτα και δε σε σταματάει κανένας. Κάποιοι αυτό το λένε αφέλεια. Εσύ, ξέρεις πως δεν μπορείς να κάνεις λάθος, όμως, όταν δε γνωρίζεις ποιο είναι το σωστό.
Μια αόρατη δύναμη σε οδηγεί, πια χωρίς να σε ενημερώνει για το πού πηγαίνεις, αφήνοντάς σου μια πίκρα στο στόμα· είναι τα λόγια που θέλησες να πεις μα δε σ’ αφήσανε, τα λόγια που φωνάζεις κάθε νύχτα μα κανείς δεν άκουγε. Μ’ αυτήν την πίκρα στα χείλη τρέχεις για να προλάβεις τα όνειρά σου πριν ξεψυχήσουν. Τρέχεις και πατάς πάνω σε πτώματα και βλέπεις πρόσωπα γνωστά- όλους αυτούς που τόσα χρόνια σε είχανε δεμένο και δεν μπορούσες να ξεφύγεις, όλους αυτούς που σου στερούσαν τις ελπίδες και σε γυρνούσαν πίσω, σε μια κενή πραγματικότητα. Μια ζωή που δεν τη διάλεξες, ένα μέλλον μέσα σε κουτί 2Χ2 που χωρίς ανάσα είχες την υποχρέωση να υπηρετείς τους φόβους σου, μαζί με τόσους άλλους που δεν τόλμησαν, δεν μπόρεσαν, δεν άντεξαν. Μαζί με τόσους άλλους που υπήρξαν πεθαμένοι από τη μέρα που γεννήθηκαν.
Εσύ όμως τρέχεις κι έτσι νομίζεις πως θα βρεις μια χαραμάδα, μια διέξοδο, πως θα περάσεις σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Άλλωστε, δεν μπορείς να κάνεις λάθος όταν δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό. Πάντα θεωρούσες πως υπάρχει κάτι καλύτερο- αυτό που ζεις δεν μπορεί να είναι η πραγματικότητα. Πάντα έψαχνες το δικό σου δίκιο, αυτό που ήταν για σένα σωστό, μια οφθαλμαπάτη, για να ζήσεις εκεί, εσύ κι ο πληγωμένος σου εαυτός. Και προσπαθείς και συνεχίζεις και ξεπερνάς όλα τα εμπόδια και φτάνεις στην άκρη, στο τέρμα.
Και τι διαπιστώνεις τι; Τώρα δεν υπάρχει δρόμος παραπέρα. Κι έτσι, κάνοντας μια στροφή, συνεχίζεις απλώς και τρέχεις. Κι όσο τρέχεις, βλέπεις πως υπάρχουν ακόμη δρόμοι. Υπάρχουν ακόμη τρόποι. Πως ο κόσμος είναι απέραντος, όπως και τα όνειρά σου.
Για όλους εκείνους τους πάλαι ποτέ εγκλωβισμένους, «άνθρωπε, φύγε» λες. Να κάνουν την ανατροπή. Κανείς να μην ξέρει πού θα βρίσκονται. Να βρουν ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, με ένα παράθυρο που να βλέπει στο πέλαγος. Χωρίς έπιπλα. Μια καρέκλα μόνο, μην τυχόν κι έρθει κανένας επισκέπτης. Και μια όμορφη βεράντα με μαξιλάρες, για να κρατά καλή παρέα τα βράδια. Κι ένα κρεβάτι, δίπλα στο παράθυρο. Ένα πρωινό, ο άνεμος θα χτυπήσει την πόρτα τους, σαν και τότε, τη δική σου. Θ’ ανοίξουν και θα βρουν την ελευθερία. Και τότε, θα ξέρουν σίγουρα πως είναι εκεί που πάντα άνηκαν.
Ο κόσμος δεν μπορεί να τα δει όλα αυτά. O κόσμος δεν καταλαβαίνει. Δε θέλει να καταλάβει. Δε θέλει να ξεφύγει απ’ αυτή την πραγματικότητα. Μόνο, όταν ήταν παιδιά, ίσως καμιά φορά να αντίκρισαν μέσα στα μάτια μιας κούκλας μια ματιά ίδια σαν τη δικιά τους. Το ξέχασαν όμως με το πέρασμα του χρόνου. Ο κόσμος, λοιπόν, ίσως να γελάσει μ’ αυτόν που (ξε)φεύγει. Όμως εκείνος, δε θα έχει την ανάγκη κανενός τους πια. Τις νύχτες θα ονειρεύεται κοιτάζοντας τη θάλασσα. Και θα της μιλά για ώρες- θα λένε τα πάντα. Τα πάντα. Όσα δεν τόλμησαν ν’ ακούσουν όλοι οι άλλοι. Κι όσα δεν άντεξε να πει σε κανέναν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου