Το μόνο που ξέρεις είναι να φεύγεις. Να τρέχεις μακριά πριν αρχίσεις να νιώθεις. Δε φταις εσύ όμως γι’ αυτό. Έτσι έμαθες. Άλλοι τ’ ονομάζουν άμυνα. Για σένα είναι τρόπος ζωής. Μια μέρα είπες απλώς «όχι άλλο πόνο» κι έκλεισες όλες τις πόρτες. Κι όσοι είχαν μάθει από σένα να λες πάντα ναι, συνέχισαν να σε περιμένουν. Εσύ όμως δε γύρισες ποτέ. Ήθελες να ταξιδέψεις νοητά να δεις καινούργια πράγματα, να δώσεις ζωή στη ζωή σου, αλλιώς ο πόνος θα ρίζωνε μέσα σου και σαν το παλιό σκουλήκι θα σάπιζε τα πιο όμορφά σου χρόνια.
Κι εκεί που έχεις τακτοποιήσει τα πάντα, έχεις κλειδώσει το συναίσθημα έξω από το σπίτι κι έχεις παγώσει την καρδιά σου για να μη χτυπάει ακατάπαυστα ξαφνικά κάτι συμβαίνει. Κάποιος θέλει να σε βγάλει από τις λάσπες και ν’ ανακαλύψει το κρυμμένο χρυσάφι σου. Μια μέρα απλώς ξεχνάς ανοιχτή την πόρτα και μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος φωτεινός. Ένας άνθρωπος να σ’ αγαπάει, ένας άνθρωπος που ξέρει μόνο να δίνει, ένας άνθρωπος που είναι πάντα εκεί. Εσύ όμως έχεις ξεχάσει πώς είναι να ζεις με κανονικούς ανθρώπους. Δεν επιτρέπεις σε κανέναν να σε ξαναπληγώσει γι’ αυτό και δεν αφήνεις κανέναν να δει μέσα σου. Υπάρχουν στιγμές που είσαι εκεί, στην πραγματικότητα όμως δεν είσαι. Κάποιος άλλος μιλάει με τη δικιά σου φωνή και τα λόγια που λέει δεν είναι καν δικά σου λόγια.
Αν σε γνώριζε στ’ αλήθεια, θα μάθαινε να ξεχωρίζει τα κατά συνθήκη ψεύδη σου. Είναι αυτά που έρχονται αναπόφευκτα όταν οι στιγμές γίνονται πια αβάσταχτες. Εκείνες τις νύχτες που η παρουσία πονάει περισσότερο από την απουσία. Γιατί δε θες να νιώθεις. Γιατί τη μοναξιά τη χειρίζεσαι πιο εύκολα απ’ τον έρωτα. Κι είναι, κάτι ώρες περασμένες, που τα λόγια τρυπάνε το μυαλό με βιαιότητα. Και τα χάδια, σε σακατεύουν ύπουλα όπως σε κόβει ένα κομμάτι χαρτί κι αναρωτιέσαι πως γίνεται. Γίνεται. Όπως το χαρτί μπορεί να σε ματώσει, έτσι και κάποιες αγκαλιές μπορούν να γεμίσουν το σώμα σου πληγές. Το πρωί ξυπνάς κι αντικρίζεις πάνω σου σημάδια που δεν τα είχες. Κι είναι σημάδια έρωτα κι αγκαλιάς. Μιας αγκαλιάς όχι κανονικής, μιας αγκαλιάς από τις άλλες που πονάνε. Πονάνε και καίνε γιατί κρύβουν μέσα τους αγάπη. Κι εσύ τη λέξη αγάπη την έχεις μεταφράσει ως κίνδυνο.
Ήρθε κάποια στιγμή κοντά σου και σου μίλησε για πράγματα πρωτόγνωρα. Για το χάδι, για τη στοργή, για την τρυφερότητα. Από τότε άρχισες κι εσύ να ονειρεύεσαι μέρες αλλιώτικες, που δε θα πονάνε. Οι μέρες, όχι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι πάντα σε πονάνε. Γιατί τους δίνεις τη δυνατότητα να σε πονάνε. Κρατάς το μαχαίρι και το προσφέρεις στον άλλον για να στο καρφώσει. Κι ο πόνος είναι γλυκός. Με ρίσκο τζογαδόρου επιλέγεις να γευτείς αυτό τον κίνδυνο. Γιατί σε τρομάζει να ξέρεις ότι κάποιος σ’ αγαπάει. Γιατί πρώτα δεν αγαπάς εσύ τον εαυτό σου. Ζυγίζεις αυτά που σου δίνουν και από τρόμο επιλέγεις την αδιαφορία, τον αργό θάνατο. Και νιώθεις όμορφα. Άσχετα αν κάθε πρωί υποφέρεις από τις μελανιές, όχι του κορμιού, τις άλλες τις πιο βαθιές της ψυχής. Εσύ ζεις μέσα απ’ αυτό τον πόνο. Νιώθεις σαν τον ναρκομανή που θα έκανε τα πάντα μονάχα για ένα μικρό «ταξίδι». Εθίζεσαι κι όταν κάποια βράδια δεν παίρνεις αυτή τη δόση, τα πρωινά σου είναι πολύ πιο άσχημα. Δεν πιστεύεις πια πως όλο αυτό αλλάζει. Δεν πιστεύεις πια στην ομορφιά.
Μα η αγάπη δεν πρέπει να πονάει τόσο. Η αγάπη είναι όμορφη. Σε ξεγέλασαν. Δεν είναι αυτή η αλήθεια, δεν είναι έτσι η αγάπη, δεν είναι έτσι η ζωή, δεν είναι έτσι η πραγματικότητα. Αυτό είναι απλώς ένας εφιάλτης. Και πρέπει σύντομα να ξυπνήσεις. Ν’ ανοίξεις το παράθυρο και να πεις καλημέρα στο καινούριο πρωί. Και στο άτομο που είναι εκεί, δίπλα σου. Και χαμογελάει. Για σένα μόνο.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου