Μόλις κλείσει η πόρτα πίσω σου, θα πετάξεις την κοινωνική σου μάσκα στο πάτωμα όπως πετάς το μπουφάν μετά από μια κουραστική μέρα. Μέσα στο ποτηράκι που είχες δίπλα από το κρεβάτι σου, θα βυθίσεις το ψεύτικο χαμόγελο κι όταν θα κοιταχτείς για τελευταία φορά στον καθρέφτη πλένοντας τα δόντια σου, θα παραδεχτείς πως για άλλη μια μέρα έπαιζες θέατρο.
Είσαι πάντα η ψυχή της παρέας, το άτομο που θα κάνει τα καλύτερα πάρτι, το άτομο που θα ενώσει άγνωστους μεταξύ τους και θα τους χαλαρώσει έτσι ώστε να περάσουν καλά, το άτομο που θα κάνει χαβαλέ με τους σερβιτόρους και θα ξεκλειδώσει ακόμα και τους πιο κλειστούς ανθρώπους. Όλο αυτό όμως αποτελεί μέρος μιας όμορφης παράστασης που δυστυχώς απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ηθοποιοί της καθημερινότητας, άνθρωποι ξένοι, μέσα στην ίδια τους τη ζωή. Καλούνται να παίξουν τον ρόλο του διασκεδαστή, του κομπέρ, του κωμικού ή απλώς του κοινωνικού ανθρώπου. Είναι πολύ πιο εύκολο καμιά φορά να παραστήσεις τον χαρούμενο, να δικτυωθείς και να συναναστραφείς με τον υπόλοιπο κόσμο παρά να παραδεχτείς την αλήθεια, ότι μπορεί απλώς να νιώθεις μοναξιά. Γιατί στην εποχή που ζεις έχεις μάθει να μη μιλάς γι’ αυτά που σε πονάνε. Έχεις μάθει να κλείνεσαι κι όταν σε ρωτάνε «πώς είσαι;» ν’ απαντάς καλά, από συνήθεια.
Αν τα εξωτερικά σου χαρακτηριστικά ήταν αυτά που σε περιγράφουν, θα μπορούσε κάποιος να σε ζωγραφίσει με ποικιλία χρωμάτων. Ένα γάργαρο ποτάμι που παρασύρει στο διάβα του πέτρες και φύλλα και δροσίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Αν όμως καταφέρει να δει πιο μέσα, πιο βαθιά, θα ανακαλύψει πως το ποτάμι αυτό βρίσκεται μόνο του σε δάσος απομονωμένο. Δεν έχει ούτε μία θάλασσα για να καταλήξει, ούτε δρόμο για να έρθει κάποιος διψασμένος και να ξαποστάσει. Και δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα στον κόσμο αυτόν, από το να έχεις μέσα σου όμορφα πράγματα να προσφέρεις και να μην υπάρχει κανείς να τ’ αποδεχθεί.
Η ζωή σού έμαθε να υπομένεις. Να μη μοιρολατρείς κι όταν πέφτεις να ξανασηκώνεσαι. Είσαι το πρότυπο του καλού φίλου, γιατί όποιος έχει ανάγκη θα τρέξεις και θα βοηθήσεις. Για όποιον το χρειαστεί, θα είσαι πάντα εκεί. Όταν όμως εσύ έχεις ανάγκη, δεν μπορείς να την αναγνωρίσεις. Δεν ξέρεις να ζητάς βοήθεια γιατί έχεις ξεχάσει τις λέξεις. Κι είναι τόσο αντιφατικό αν σκεφτείς πόσες λέξεις χρησιμοποιείς κάθε μέρα, πως έχεις πάντα μία καινούργια κουβέντα για να μη βαλτώσει καμία συζήτηση. Όταν έρχονται όμως στην επιφάνεια αυτά που νιώθεις, εκεί οι λέξεις διαγράφονται και οι έννοιες γίνονται πολύπλοκες. Κι όπως λένε και τα ρητά, γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι. Ίσως τελικά να είναι καλύτερο να παλεύεις να αποδείξεις πως όλο αυτό δεν ισχύει.
Πολεμάς ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο και τη σκληρότητά του, με μόνη σου άμυνα, ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που δεν είναι στην πραγματικότητα ψεύτικο, απλώς δεν προέρχεται από την καρδιά σου. Είναι ο τρόπος σου να συνεχίσεις την επόμενη μέρα, ο τρόπος σου να μην αφήσεις όλο αυτό που σε κυνηγάει να σε φτάσει, ο τρόπος σου να ξορκίσεις την έλλειψη. Με τη βαθιά ελπίδα πώς μια μέρα η ζωή που υποδύεσαι θα γίνει καθημερινότητα και πραγματικότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου