Τον βάφτισαν κακό λύκο. Έτσι πέρασε στην ιστορία. Αδίστακτος και μοχθηρός, κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει. Σαν κακός όμως, έχει και τη γοητεία του. Αυτή τη γοητεία που έχουν όλα τα κακά παιδιά. Όλοι αυτοί οι τύποι με το σκοτεινό παρελθόν και το μυστήριο παρουσιαστικό, που μιλάνε λίγο, αλλά όταν ανοιχτούν σε κάποιον έχουν να του πουν πολλά. Έτσι αναλαμβάνει ο άλλος, να παίξει τον ρόλο της Κοκκινοσκουφίτσας.
Τον προτιμάς κι εσύ. Φοράς το κόκκινο πέπλο σου -όσο πιο κόκκινο τόσο καλύτερα, αφού κατέχει μιας πρώτης τάξεως σημειολογία- και ξέρεις πως βγάζει μάτι από μακριά. Στόχος σου, να σαγηνεύσεις τον λύκο. Το αν τελικά είναι καλός ή κακός δεν έχει καμιά σημασία, γιατί τους ρόλους εσείς τους ορίζετε. Εκείνος κάνει τον λύκο κι εσύ το καλό παιδί. Παίρνεις το καλαθάκι σου αλλά δεν πηγαίνεις στη γιαγιά. Ψάχνεις να βρεις το ζώο που ζει μόνο του στο δάσος. Θέλεις να το φροντίσεις. Να του μαγειρέψεις, να χτενίσεις τη γούνα του, να το βάλεις ήρεμα για ύπνο κι όταν το βράδυ ξυπνάει από τους εφιάλτες εσύ να το ηρεμείς. Να του τροχίσεις σιγά-σιγά τα δόντια και τα νύχια, έτσι ώστε να πάψει να είναι θηρίο.
Κι αν τελικά δεν είναι τόσο κακός; Κι αν έμαθε να ζει έτσι, έτσι να επικοινωνεί κι αυτό είναι το σώμα του; Τα νύχια υα ‘χει για να τρώει, τα δόντια για να προστατεύεται. Ίσως να του έκλεψε κάποτε τη δική του Κοκκινοσκουφίτσα ένας κυνηγός. Να ήρθε για να τη σώσει· νόμιζε πως εκείνη χρειαζόταν έναν σωτήρα, δεν είχε καταλάβει τι είδους σχέση είχε με τον λύκο. Και τελικά την έπεισε. Η Κοκκινοσκουφίτσα έφυγε με τον καλό κυνηγό κι ο λύκος έμεινε μόνος του. Μα οι λύκοι ζουν μόνο σε αγέλες, δεν το ήξερες αυτό;
Λύκε- λύκε είσαι εδώ; Η Κοκκινοσκουφίτσα σε γυρεύει. Περπατά-περπατά μες στο δάσος κι αναζητάει τα ίχνη σου. Είναι που της θυμίζεις τη γιαγιά, είναι που της βγάζει κάτι γνώριμο η μυρωδιά σου. Είναι πως ξέρει πως οι λύκοι ζουν σε αγέλες. Ίσως να είναι κι ότι ήταν πολύ βολικό να είσαι απλώς ένας κακός στο παραμύθι. Μικρή κι εύθραυστη η Κοκκινοσκουφίτσα, όμως όχι αθώα κι ευκολόπιστη. Ξέρεις, κι οι Κοκκινοσκουφίτσες μπορεί καμιά φορά να παριστάνουν πως η αθωότητα είναι συνώνυμο της αφέλειάς τους. Δεν είναι όμως τίποτα από τα δύο. Είναι γλυκιά η παρόρμηση για τον ίδιο τον άνθρωπο που διαλέγει τον λάθος δρόμο, αλλά και γι’ αυτόν που στέκεται απέναντι και παρακολουθεί ένα κατάλευκο πλάσμα, φωτεινό κατακόκκινο, λες και βούτηξε στο αίμα, να απολαμβάνει αυτή του την απόχρωση κόντρα στο λευκό τοπίο του χιονιού.
Δεν είναι πως δεν ήξερε. Δεν είναι πως κανείς δεν της είχε πει για τον λύκο. Δεν ήταν τυχαία εκείνη την ώρα στο δάσος. Δεν άργησε, δε χάθηκε. Ήξερε, είχε επιλογή: Θα μπορούσε να πάει στη γιαγιά την επόμενη μέρα. Τον αναζητούσε όμως. Τριγυρνούσε τα βράδια για να τον συναντήσει, τον πετύχαινε μέσα σε σπηλιές και σε κρυψώνες και πλησίαζε να του μιλήσει. Εκείνος όμως πάντα έτρεχε πιο γρήγορα. Μέχρι που ένα βράδυ, διάλεξε το πιο κόκκινο πέπλο και φορώντας το αποφάσισε πως δε θα γυρνούσε στο σπίτι απόψε χωρίς να του μιλήσει.
– Λύκε μου, γιατί έχεις τόσο μεγάλα νύχια;
– Γιατί δεν ξέρω ν’ αγκαλιάζω Κοκκινοσκουφίτσα.
– Κι αν σου μάθω εγώ;
– Κοκκινοσκουφίτσα, έχεις δει τα μεγάλα δόντια μου;
– Nαι.
– Και δε φοβάσαι μήπως σε κατασπαράξω μ’ αυτά;
– Όχι δε φοβάμαι.
– Κακώς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου