Αν προσπαθήσει κάποιος ν’ αποτυπώσει τον έρωτα με λέξεις, αν ψάχνει για το κείμενο το οποίο αποτελεί τη μετουσίωση της έννοιας «σε θέλω» δε θα μπορούσε ν’ αναφερθεί κάπου αλλού, πέραν του μονολόγου με τον τίτλο «λαχταρώ» της Sarah Κane. Το Crave, όπως είναι κι ο αυθεντικός του τίτλος, είναι ένα μονόπρακτο της Αγγλίδας συγγραφέως μέσα στο οποίο βρίσκουμε και το ομότιτλο ποίημα ή αλλιώς μονόλογο. Κι είναι όλα όσα θέλεις να πεις και δεν ήξερες πώς θα μπορούσες καλύτερα, για τον μεγάλο σου έρωτα.
«Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντους
και να σου τρίβω το σβέρκο
και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
και να βγαίνουμε για φαγητό
και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
και να σε συναντώ στου Ρούντι και να μιλάμε για τον καιρό
και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
και να κουβαλάω τα πράγματά σου
και να γελάω με την παράνοιά σου
και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες»
Λέξεις με νόημα βαθύ και αληθινό, που σίγουρα μπορεί ν’ αγγίξει ακόμα για τις πιο κλειδωμένες ψυχές, γιατί μιλάει με λόγια απλά και σκιαγραφεί καταστάσεις από τις οποίες σίγουρα όλοι μας έχουμε περάσει. Ο έρωτας κι η σχέση μας μαζί του, σε πρώτο πρόσωπο. Νιώθεις για λίγο σαν να κοιτάς μέσα από την κλειδαρότρυπα, ένα υπέροχα ερωτευμένο ζευγάρι. Ένα ζευγάρι από που βιώνει την αρχή της σχέσης, την εποχή εκείνη που το συναίσθημα ξεχειλίζει από τα μπατζάκια, περνάει από τις ρίζες των μαλλιών και φτάνει μέχρι τα κορδόνια των παπουτσιών και τα δένει κόμπους. Ένας μονόλογος, ταυτόχρονα κι οξύμωρα, βαθιάς και πλήρους ανιδιοτέλειας που αρχίζει με τη φράση «Εγώ θέλω» και συνεχίζει με άλλα τόσα που ψάχνουν να βρουν τον προορισμό τους.
«…και να μη γελάω με τα αστεία σου
και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
και να ανησυχώ όταν αργείς
και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς»
Η Shara Kane μέσα σ’ αυτό το ποίημα καταφέρνει ν’ αποτυπώσει με τον ποιητικό λόγο, τις μικρές συνήθειες που έχουμε όλοι με τον άνθρωπό μας. Αυτά τα χαζά καθημερινά πράγματα που σίγουρα όλοι κάνουν, όμως ο καθένας από μας θεωρεί για τη σχέση του μοναδικά. Πράγματα όπως οι τράκες που κάνατε ο ένας στον άλλον, το πρωινό που σηκωνόσουν να φτιάξεις τις Κυριακές ή το φαγητό που πάντα σου έτρωγε, εικόνες τόσο οικείες και συνάμα ερωτικές, που αποτυπώνονται για πρώτη φορά σ’ έναν μονόλογο.
«…και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
και να σου λέω την αλήθεια
όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι»
Κι από αυτά τα όμορφα, τα απλά, τα καθημερινά, περνάει ξαφνικά στην ερωτική παράνοια. Σ’ αυτή την τρέλα που νιώθεις όταν ο έρωτας γίνεται ανάγκη, μια ανάγκη που σε πνίγει με μεταξένια θηλιά. Και το κάθε μικρό πράγμα γίνεται τεράστιο και στο μυαλό σου δημιουργούνται σενάρια που πιο πολύ μοιάζουν με Ερινύες. Κι όλα αυτά απλώς γιατί το συναίσθημα είναι πολύ πιο μεγάλο από σένα και δεν μπορείς να το χωρέσεις μέσα στη λογική σου. Μέχρι το απόλυτο δόσιμο απέναντι στον άλλον, που γεννιέται μέσα στον στίχο:
«…και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια
και να σου λέω να παντρευτούμε κι εσύ να μου λες πάλι όχι
αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω
γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά,
εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα από την πρώτη φορά που στο είπα.»
Επίλογος και κατάληξη, η αλήθεια. Όταν επιλέγεις το πραγματικό άνοιγμα. Όταν οι μάσκες πέφτουν και στέκεσαι γυμνός, όχι σωματικά, αλλά ψυχικά, απέναντι στον άνθρωπο που αγαπάς, χωρίς πια να φοβάσαι, γιατί έχεις αποφασίσει να πετάξεις τις ασπίδες και να παίξεις το παιχνίδι με χαρτιά ανοιχτά:
«…και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου
και να προσπαθώ να σου δίνω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δε σου αξίζει τίποτα λιγότερο
και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δε θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς.»
Ευλογημένοι όσοι έζησαν ένα τέτοιο έρωτα. Ευλογημένος ο άνθρωπος που έγραψε αυτά τα λόγια, γιατί σημαίνει ότι έστω και για λίγο έγινε αθάνατος. Έστω και για λίγο, πέρασε σ’ έναν άλλο κόσμο, στον οποίο τον πρώτο λόγο τον έχει η καρδιά. Γιατί, όπως αναφέρεται και στον Μικρό Πρίγκιπα, μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Στο κάτω-κάτω, έτσι θα έπρεπε να είναι ο έρωτας. Απόλυτος, αφοπλιστικός και σαρωτικός. Και δε θα μπορούσε να εκφραστεί με άλλα λόγια, πέραν αυτών με τα οποία κλείνει το ποίημα:
«…Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
τον ακάθεκτο
τον ακατάλυτο
τον ακατάσβεστο
τον μεταρσιωτικό
τον ψυχαναλυτικό
τον άνευ όρων
τον τα πάντα πληρούντα
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή
έρωτά μου για σένα.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου