Αν είχαμε γεννηθεί σε μια άλλη δεκαετία θα είχαμε γλιτώσει πολλά. Σκέψου τι ωραία που θα ήτανε να ζούσαμε σ’ εκείνη την εποχή που για να βρεις κάποιον στο τηλέφωνο, έπρεπε να τον πάρεις στο σταθερό. Χωρίς social media, χωρίς facebook, instagram και τα συναφή. Χώρισες; Ξεμπέρδεψες. Το πολύ-πολύ να βρισκόσασταν τυχαία στον δρόμο, αν συχνάζετε στα ίδια στέκια, ή αν μένατε στην ίδια γειτονιά. Για να μάθεις νέα, ο μόνος τρόπος θα ήταν αν είχατε κοινές παρέες, αλλιώς ο κύκλος έκλεινε, ο καθένας συνέχιζε τη ζωή του και κάθε επαφή ήταν αδύνατη, αν δεν την επιδιώκατε. Δεν ήξερες τι κάνει, δεν ήξερε τι κάνεις κι η ζωή κυλούσε ήρεμα.
Αντιθέτως, τώρα το παρελθόν σου χτυπάει καθημερινά την πόρτα μέσα από ένα προφίλ. Χωρίζεις και πρέπει να μπλοκάρεις την πρώην σχέση ή έστω να τη βάλεις σε σίγαση για να μη βλέπεις πώς είναι, πώς περνάει, τι κάνει. Πόσες φορές εμφανίζεται online στο chat κι αυτή η πράσινη κουκκίδα σου τρυπάει το μυαλό. Αρχίζεις να μονολογείς και να βρίζεις μια οθόνη κινητού, ζητώντας της τον λόγο που είναι online αυτή τη στιγμή και ταράζει την ηρεμία σου. Ακόμα χειρότερα, πολλές φορές αναγκάζεσαι να βλέπεις πως προχωράει, αναγκάζεσαι να παραδεχθείς πως υπάρχει ζωή και μετά από σένα, πως έχει κάνει μια καινούργια σχέση, πως είναι καλά. Δεν είναι λίγες οι φορές που συνειδητά μπαίνεις για να δεις.
Δημιουργεί έναν γλυκό πόνο η αυτοκαταστροφή. Ενώ ξέρεις πως θα σου κάνει κακό, παρ’ όλα αυτά δεν αντέχεις να μην το κάνεις. Ξέρεις ότι αυτό που θα δεις θα σε πληγώσει, το επιλέγεις όμως και μάλιστα βάζεις και τους φίλους και τις φίλες να ψάχνουν και να σε ειδοποιούν, να σε ενημερώνουν κάθε φορά που θα ποστάρει κάτι καινούργιο. Έπειτα, ξυπνάει ο ντετέκτιβ μέσα σου. Μόλις θα δεις ότι έχει κάνει μια καινούργια σχέση θα μπεις στο προφίλ της σχέσης, να μάθεις πράγματα για το νέο πρόσωπο, να συλλέξεις στοιχεία για το άτομο αυτό που πήρε τη θέση σου. Πώς το λένε, τι δουλειά κάνει, πού συχνάζει από πού είναι η καταγωγή του. Παρανοϊκό αλλά ταυτόχρονα γλυκός εθισμός να παρακολουθείς τη ζωή της πρώην σχέσης σου μέσα από τη νυν χωρίς να το γνωρίζει. Να έχεις τη δυνατότητα, ενώ η σχέση έχει τελειώσει, εσύ να βρίσκεσαι εκεί, πονώντας διπλά.
Στο τέλος καταντάει μια γλυκιά άρρωστη συνήθεια. Είναι η πρώτη σου σκέψη το πρωί κι η τελευταία το βράδυ. Θα μπεις σ’ εκείνο το προφίλ για να κοιτάξεις αν ανέβασε κάτι σήμερα, για να δεις που είναι, που βγήκε χθες το βράδυ, με ποια άτομα κάνει παρέα και μετά ξανά από την αρχή. Τα νέα άτομα που δε γνωρίζεις θα τα μάθεις, για να συνεχίσεις να έχεις δικαιώματα στη ζωή του άλλου ατόμου. Τα δικαιώματα που ως τώρα είχες κι έχασες θα τα διεκδικήσεις ξανά. Έτσι, για να νιώθεις πώς παίρνεις για λίγο πίσω αυτή την παλιά, κοινή σας ζωή. Έτσι, για να νιώσεις πως ακόμη είστε κοντά.
Γι’ αυτό σου λέω, αν ζούσαμε σ’ εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα social media θα είχαμε γλιτώσει πολύ πόνο. Γιατί οι κακές συνήθειες κόβονται δύσκολα. Κι όταν το stalking σου γίνει εθισμός, υπάρχει ο κίνδυνος να φύγεις από την πραγματική σου ζωή και ν’ αρχίσεις να ζεις σε μια άλλη, παράλληλη. Σε μια ζωή όπου εσύ είσαι ένας απλός θεατής. Ένας ντετέκτιβ που ξέρει τα πάντα, δεν μπορεί, όμως, ούτε να μιλήσει γι’ αυτά, ούτε να τα διεκδικήσει και το σημαντικότερο, ούτε να ζήσει τη ζωή αυτή που παρακολουθεί, χωρίς ποτέ να του ανήκει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου