Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που έφυγες. Δεν ξέρω αν έχεις φτάσει στην πατρίδα σου ή αν ακόμη περιπλανιέσαι μόνος κι αβοήθητος. Εγώ ήθελα να σε προστατεύσω αλλά εσύ μου το αρνήθηκες. Έφυγες για ένα μάταιο ταξίδι. Κι όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να σ’ εμποδίσω. Επτά χρόνια δε στάθηκαν αρκετά για να σου αλλάξουν γνώμη. Το ήξερα πως στο τέλος θα γίνει το θέλημά σου. Όσο όμως κι αν πάλεψα να τ’ αποδεχτώ, η απουσία σου θα με στοιχειώνει αιώνια.
Οι σύντροφοί σου σε βάφτισαν πολυμήχανο. Εγώ θα σ’ ονόμαζα φωτιά κι αλμύρα. Γιατί εγώ σε γνώρισα στ’ αλήθεια, Οδυσσέα. Τις μέρες που έζησα στο πλάι σου δεν τις μετράω με τους μήνες, ούτε με τις εποχές. Αυτά τα χρόνια τα μετράω σε βότσαλα και κύματα. Κάθε νύχτα σου έλεγα πως θα προσθέτω κι ένα ξύλο στη σχέδιά σου, για να την ολοκληρώσω μια μέρα και να μπορέσεις να φύγεις. Στην πραγματικότητα όμως σαν μια άλλη Σεχραζάτ, σαν άλλη Χαλιμά απλά κέρδιζα χρόνο για την κατασκευή μιας σχεδίας που ποτέ δεν είχα σκοπό να ολοκληρώσω. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν έκανε κι η Πηνελόπη σου με τα υφαντά της; Με μόνη μας διαφορά, ότι εκείνη περίμενε να γυρίσεις ενώ εγώ προσπαθούσα να σε κάνω να μη φύγεις.
Μπήκες στη ζωή μου απροειδοποίητα, ήρθες σαν ναυαγός και μου έφερες την άνοιξη. Ξεκλείδωσες το μυστικό πορτάκι που οδηγούσε στον παράδεισο. Κι αν κάποιοι έγραψαν αργότερα για το νησί μου πώς ήταν η Εδέμ, εγώ ξέρω πως μεταμορφώθηκε από τη στιγμή που εσύ πάτησες το πόδι σου εκεί. Γι’ αυτό κι ήθελα να σου προσφέρω την αθανασία, βασιλιά μου. Γιατί σε σένα άξιζε να γίνεις θεός αιώνιος κι αθάνατος. Να κρατάς στα χέρια σου το σκήπτρο του κόσμου. Σε σένα άξιζε ο κεραυνός του Δία κι η τρίαινα του Ποσειδώνα. Όλες οι χαρές των θεών κούρνιαζαν τις νύχτες στο γυμνό σου σώμα και το νέκταρ άξιζε να υπάρχει, μόνο για να περνάει από τα χείλη σου. Γιατί εσύ είχες τη χάρη της Αφροδίτης και τη δύναμή του Άρη, τη γλυκιά λαλιά του Απόλλωνα και τη σοφία του Ερμή. Κι εγώ πιστεύω ακόμα πως θα γυρίσεις κοντά μου. Γιατί η Πηνελόπη σου δεν μπόρεσε να τα δει όλ’ αυτά. Αν τα είχε δει δε θα σ’ άφηνε να φύγεις.
Ακόμα ελπίζω πως θα ξανάρθεις πίσω σε μένα. Στέκομαι στο πέλαγος περιμένοντας να δω από μακριά τα πανιά από το καράβι σου, κατάλευκα, να ανεμίζουν με κατάρτι το χαμόγελό σου. Γιατί θα έρθεις χαμογελαστός ξανά σε μένα και σίγουρος πως δε θα ξαναφύγεις. Δε θα χρειαστεί πια να ξαναφύγεις. Οι θεοί μου είπανε να μην ελπίζω, πως το ταξίδι σου τελείωσε, όμως εγώ τους διαψεύδω.
Ξέρω πως έφυγες γιατί νοσταλγούσες πάντοτε τον τόπο σου. Ο τόπος σου όμως τώρα είμαι εγώ. Εγώ η αλήθεια σου κι εγώ η μόνη σου πατρίδα. Θα σε περιμένω για πάντα. Να επιστρέψεις και να με κατοικήσεις. Να γίνεις βασιλιάς του τόπου ετούτου κι εγώ, περήφανη βασίλισσα κι ακόλουθός σου. Είθε να είμαι εγώ το τελευταίο σου ταξίδι κι ο μοναδικός σου προορισμός.
Παντοτινά δική σου, Καλυψώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου