Γεννιέσαι ένα ανήμπορο κουτάβι, που δεν ξέρει ακόμη πώς να ονομάσει τα πράγματα που βλέπει γύρω στον κόσμο. Κι όταν κλαις δεν είναι απαραίτητα επειδή πεινάς, ή κάτι σου συμβαίνει. Πολλές φορές κλαις, απλώς γιατί δεν ξέρεις πώς αλλιώς να εκφράσεις το ότι νιώθεις μια σταλιά μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου. Το κλάμα όμως σταματάει, γιατί υπάρχουν εκεί δύο χέρια. Ένα ζευγάρι χέρια, που θα σε πάρουν αγκαλιά, θα σε νανουρίσουν και θα φροντίσουν να σε πείσουν πως τώρα είσαι ασφαλής. Κι όντως είσαι, προστατευμένος μέσα στο κουκούλι της οικογένειας και την αγάπη των γονιών.
Τι όμορφα που θα ήταν και τώρα αν έκλαιγες, να ήταν κάποιος δίπλα να τρέξει. Είναι άδικο το ότι ως ενήλικες δε μας επιτρέπεται να κλαίμε χωρίς λόγο. Είναι άδικο το ότι μεγαλώνεις κι οι γονείς δεν είναι πια εδώ να σε παρηγορήσουν. Να φροντίσουν να μην πληγωθείς από τίποτα. Να λειάνουν τις γωνίες των επίπλων και να διώξουν μακριά τα τέρατα που κρύβονται το βράδυ κάτω από το κρεβάτι σου. Δε σου επιτρέπεται πια να είσαι παιδί. Τώρα έχεις ευθύνες, τώρα έχεις δικό σου σπίτι και δουλειά, τώρα αναγκάστηκες να πατάς τα πόδια σου και να λύνεις μόνος σου τα προβλήματά σου. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο κενό. Υπάρχει μια μεγάλη απώλεια, που σαν τη σκόνη έρχεται το βράδυ που κοιμάσαι και μπλέκεται μέσα στα σχολικά σου βιβλία.
Κάποτε, κάποιος που δε θυμάμαι το όνομά του, είχε πει σε μία συνέντευξη πως μία από τις πιο πίκρες συνειδητοποιήσεις σε αυτή τη ζωή, είναι όταν σκέφτεσαι πως δε θα σου δοθεί η ευκαιρία πια να ξαναπείς τη λέξη ”μαμά” ή ”μπαμπά”. Σκέφτηκες ποτέ πόσο οδυνηρή μπορεί να γίνει μια λέξη όταν απλώς δεν έχεις λόγο να την ξαναχρησιμοποιήσεις; H απουσία που μέχρι τώρα κλεινόταν μέσα στα άδεια δωμάτια, περνάει ξαφνικά στα λεξικά, σου διαπερνάει τη γλώσσα και σου καρφώνει μικρά αγκαθάκια στην καρδιά. Κι η μοναξιά γίνεται απέραντη, γιατί κανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει τη θέση αυτών που σε έφεραν στον κόσμο.
Υπάρχει όμως αντίδοτο. Σκέψου αυτές τις λέξεις που δε θα ξαναπείς, πόσο θα μακαλώσουν όταν εσύ θα τις ακούσεις. Σκέψου μια φωνούλα να αποκαλεί εσένα, μαμά ή μπαμπά. Και τώρα αναλογίσου, πώς είναι να είσαι εσύ αυτό το χέρι που οδηγεί. Πώς είναι να βάζεις μπροστά τα δικά σου μεγάλα βήματα για να περπατήσει πάνω σε αυτά ένα μικρό φοβισμένο πλάσμα που τώρα μαθαίνει τον κόσμο μας. Πόσο πιο γλυκός μπορεί να γίνει ο κόσμος των μεγάλων όταν πάψεις να ασφυκτιείς μέσα σε αυτόν από τις απουσίες. Όταν πάψεις να μαλώνεις το παιδί που έχεις μέσα σου που κλαίει απαρηγόρητα. Γιατί τώρα υπάρχει ένα άλλο παιδί, ζωντανό, δημιούργημα δικό σου, που ψάχνει να καλύψει όλα τα κενά που εσύ καλά γνωρίζεις.
Η αγάπη κλείνει τις πληγές κι αν σου λείπει αυτή η αγκαλιά που πια δεν έχεις, όσο μεγαλύτερη είναι εκείνη που εσύ θα δώσεις, τόσο πιο δραστικό και το φάρμακο. Κι αυτή η λεξούλα, που τόσο λαχτάρας να πεις, θα ξανακουστεί τώρα από ένα άλλο στόμα.
Κάποτε, θα πάρεις το ρόλο αυτόν που αγάπησες. Θα πάρεις τον ρόλο αυτών που έφυγαν. Θα είσαι εκεί για να συνεχίσεις τον κύκλο. Ο πόνος θα γίνει χάδι, νανούρισμα και συμβουλή και θα δεις πως τελικά δεν ήταν τιμωρία στη ζωή σου, η απώλεια των γονιών σου, αλλά η φυσική ροή με μια όμορφη αλλαγή, ένα τέλος, μια νέα αρχή και μια οντότητα που γεννιέται μέσα από σένα. Από παιδί, γονιός και σαν γονιός ξανά παιδί, ξανά μεγάλος, ξανά και ξανά αγαπημένος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου