Υπάρχουν δύο ειδών χωρισμοί. Είναι οι επεισοδιακοί που τα κάνουν όλα μπουρδέλο και δε μένει τίποτα όρθιο, ίσως, γιατί γουστάρουν ο ένας τον άλλον παράφορα, αλλά οι χαρακτήρες τους δεν τους επιτρέπουν να είναι μαζί.
Απ’ την άλλη, όμως, είναι οι μουλωχτοί που στηρίζονται σε χαζές προφάσεις και παιδικές δικαιολογίες. Ξαφνικά πέφτει πολλή δουλειά και δε γίνεται να έρθει να σε δει κι όλως τυχαίως δεν είχε και κάρτα για να σε ειδοποιήσει.
Δεν είναι πως δε σε ήθελε στην αρχή, απλά, μετά από λίγο καιρό έφυγε ο ενθουσιασμός και κατάλαβε πως δεν τον καλύπτεις. Ο φόβος είναι ανθρώπινο συναίσθημα και πολλοί δεν έχουμε τα κότσια να πούμε τι ζητάμε ευθέως, πόσο μάλλον, να πάρουμε την απόφαση να τελειώσουμε οριστικά μια σχέση.
Υπεκφεύγουμε των ευθυνών μας και κρυβόμαστε πίσω απʾ το δάχτυλο, κάνοντας πως δεν τρέχει τίποτα.
Έτσι, αυτός που βαρέθηκε, μπορεί να βρει απίστευτες δικαιολογίες για να σʾ αποφύγει. Απ’ το ότι έβγαλε φρονιμίτη και δεν μπορεί να σου μιλήσει, ως το ότι δεν έχει βενζίνη για να έρθει να σε δει.
Οι συναντήσεις μειώνονται, το ίδιο κι ο χρόνος που περνάτε μαζί. Από εκεί που είχατε το τηλέφωνο σκουλαρίκι, τώρα είναι ζήτημα αν θʾ ανταλλάξετε δυο-τρία μηνύματα τη μέρα.
Εσύ, ξέρεις την αλήθεια κι έχεις καταλάβει πού το πάει, αλλά δε λες να το χωνέψεις. Δικαιολογείς συμπεριφορές και περιμένεις να δεις τις εξελίξεις, ελπίζοντας προς το καλύτερο.
Κι όσο περνάει ο καιρός έρχεσαι στην πλευρά αυτού που δεν καταλαβαίνει και που πιέζει, μονίμως, τις καταστάσεις. Κάπως έτσι έρχεται το τέλος.
Ο χρόνος, βέβαια, που επικαλείται ο καθένας, πως χρειάζεται για να κάνει τον ύστατο διαλογισμό, μεταφράζεται σε ποτά, διακοπές με την παρέα, μπαρότσαρκες κι οτιδήποτε άλλο, αρκεί να μην περιλαμβάνει εσένα στα σχέδια.
Μια ίδια κατάσταση που, όμως, μεταφράζεται τόσο διαφορετικά απʾ τους δύο σας.
Έρχεται η μέρα που δεν αντέχεις άλλο και ρωτάς τι σκατά συμβαίνει και πού πηγαίνει όλο αυτό. Κι ο απέναντι με πλήρη φυσικότητα, ή που θα σου φορτώσει όλα τα λάθη και θα σε χωρίσει με θεαματικό τρόπο ή που θα σου πει την, τρομερά εκνευριστική, ατάκα του στιλ «δε φταις εσύ, εγώ φταίω».
Μία ατάκα που όταν κάποιος την ακούει, θέλει να δαγκώσει το τραπεζάκι του σαλονιού, να του ρίξει όλα τα ρούχα, λευκά και χρωματιστά, στο πλυντήριο μαζί και να του γράψει με κεφαλαία γράμματα κάτω απʾ το σπίτι «Άντε γαμήσου!»
Το μόνο καλό μ’ αυτούς τους χωρισμούς είναι πως αποδεικνύεται, ότι ποτέ δε σε ήθελε πραγματικά κι αυτές οι σχέσεις, στο σύνολο τους, δεν κρατάνε για παραπάνω από μερικούς μήνες.
Δεν αξίζει νʾ αναλώνεσαι σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Όταν βλέπεις πως κάποιος προσπαθεί να κόψει επικοινωνία, δε χρειάζεται ούτε να το παλεύεις, ούτε να ελπίζεις για κάτι καλύτερο. Έχε τα κότσια να βάλεις εσύ το τέλος και προσπάθησε να μην ξανασχοληθείς.
Φαντάζει δύσκολο, αλλά δεν είναι κι ακατόρθωτο.
Θα σώσεις την αξιοπρέπειά σου και θα νιώσεις καλύτερα τις επόμενες μέρες, διασφαλίζοντας την ψυχολογική σου ακεραιότητα κι έχοντας ήσυχη τη συνείδησή σου.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι δε, να επιστρέψεις και να σε παρακαλάει, μέσα από ατελείωτα μηνύματα και μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα, για να κάνεις πίσω και να το ξαναπάρετε απ’την αρχή.
Μην κάνεις το λάθος να πιστέψεις κουβέντα κι άσε τον πονόψυχο εαυτό σου στην απʾ έξω. Οι σχέσεις των ανθρώπων δεν είναι χαλασμένες πόρτες, νʾ ανοιγοκλείνουν αφήνοντας τον καθένα να μπαινοβγαίνει όποτε γουστάρει.
Κλείσε την οριστικά και χαμογέλασε στη μέρα που ξημερώνει.