Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, η Νυξ ήταν η προσωποποιημένη θεότητα της νύχτας. Η ύπαρξή της θεωρείτο κοσμογονική και η εκδοχή της Θεογονίας του Ησιόδου εξηγεί, πως ήταν κόρη του Χάους και της Γαίας και μαζί με τον αδερφό της τον Έρεβο επήλθαν πολλές οντότητες μεταξύ των οποίων του Αιθέρα, της Ημέρας, του Ύπνου και του Θανάτου. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη ελογίζετο προϋπάρχουσα του Έρωτα, ενώ φημιζόταν για τις μαντικές της ικανότητες.
Η καλύτερη φίλη κάποιων, η νύχτα. Όπως άλλοι προσμένουν να βγουν με φίλους, να πάνε για κανένα ποτό, έτσι κι εκείνοι περιμένουν τη νύχτα για να ξεκινήσουν τη ζωή τους. Οι ώρες της ημέρας πριν τις έξι το απόγευμα τους κουράζουν. Τότε που επικρατεί η απόλυτη ησυχία και κανένα τηλέφωνο ούτε mail δεν πρόκειται να τους αγχώσει, είναι που αναπνέουν. Είναι έτοιμοι να κάνουν ό ,τι θέλουν. Να ποθήσουν. Ή κι ακόμη να μείνουν πάνω από ένα κινητό περιμένοντας ένα μόνο μήνυμα. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση με τις νυχτερινές ώρες, υπάρχει έντονο το αίσθημα του θέλω. Είναι ευάλωτοι όσοι ζουν νύχτα και τόσο ήρεμοι. Είναι ενεργητικοί, όλο ιδέες και συναίσθημα. Αν μπορούσαν να βγουν έξω από το σπίτι μόνο και μόνο για να δούμε πόσο χαρούμενοι είναι τούτες τις ώρες, θα τους ερωτεύονταν ακόμα κι οι γάτες, που κάθονται στο παράθυρο κι αράζουν την πέτσα τους όλη μέρα, κάθε μέρα (πόσο θα ήθελα, να είμαι γάτα).
Το τρίγωνο το συμπληρώνει το κρεβάτι. Το ζεστό αυτό χουχουλιάρικο καταφύγιο, που σε περιμένει από το πρωί, να πέσεις στην αγκαλιά του και να σου χαϊδέψει το κεφάλι απαλά, παρασύροντάς σε σ΄ένα όνειρο ή εφιάλτη. Εκείνο κι η νύχτα λοιπόν σε ξέρουν καλύτερα κι από τον ίδιο σου τον εαυτό. Σε έχουν δει στα χειρότερά σου, να κλαις και να σπαρταράς. Να φωνάζεις ονόματα μέσα στο μαξιλάρι και να το ξεκουφαίνεις. Ήταν μαζί σου όμως και στα καλύτερά σου. Που πολλές φόρες κιόλας, δε γυρνούσες σπίτι μόνος. Έχουν γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη κι αν είχαν γλώσσα να μιλήσουν σίγουρα θα είχαν να δώσουν τις δικές τους ξεχωριστές συμβουλές. Έχουν ταλαιπωρηθεί είναι η αλήθεια, αλλά μάς αγαπάνε. Μας προστατεύουν και μας ζεσταίνουν. Είτε είναι καλοκαίρι είτε χειμώνας αγκαλιάζουν το κορμί μας και ακούν τη μουσική, που βγαίνει από τα ακουστικά μας.
Αν η νύχτα ήταν άνθρωπος θα ήταν μια γυναίκα όλο χάρη και τόλμη. Όσο και να καθόταν να μάς ακούει πάντοτε θα γυρνούσε να φτιάξει τα νύχια της και να πει «είσαι ηλίθιος, αφού». Ποτέ όμως δε θα βαριόταν να μας ακούει να μιλάμε. Όσο σκληρή και να το έπαιζε, θα ήταν κατά βάθος ψυχούλα κι ας κατέβαζε τα τσιγάρα δέκα-δέκα και το κρασί σαν νεράκι. Δε θα μιλούσε ποτέ για τη δική της ζωή, μονάχα για το πόσο απόμακρο είναι το φεγγάρι και πως μια μέρα τσακώθηκε με τον Ήλιο, γιατί τής ζήτησε λίγα από τα αστέρια της. Η νύχτα δε θα είχε κόμπλεξ. Δε θα είχε σκοτούρες. Η νύχτα θα άπλωνε τα μαύρα της μαλλιά και θα καλούσε τον Έρωτα να της δώσει ένα γλυκό φιλί. Μονάχα σ΄εκείνον θα ανοιγόταν. Μονάχα εκείνον, θα μπορούσε να ερωτευτεί κι η ίδια. Πάνω από όλα όμως, η νύχτα ποτέ δε θα έκρινε.
Είναι το καλύτερο τυπάκι και ας εκτιμήσουμε πόσο πολύ υπομονή κάνει με την πάρτη μας. Που κλαίμε, πίνουμε, γυρίζουμε ξημερώματα δίχως να ζητήσουμε συγγνώμη που την ξεχάσαμε. Μας νοιάζεται κι ας μας πονάει μερικές φορές η μοναξιά της. Είναι καλή φίλη με τη Μοναξιά. Από τις σπάνιες φιλίες. Ποτέ δεν σε κουτσομπολεύουν παρά μόνο ετοιμάζουν το κρεβάτι σου, να είναι ζεστό και μαλακό. Μερικές φορές τους στέλνει γράμμα κι ο Έρωτας να ετοιμάσουν ατμόσφαιρα, γιατί έρχεται και παρέα. Τότε η Μοναξιά παίρνει ρεπό. Η Νυξ όμως, μένει μαζί σου για να νιώθεις ασφάλεια. Της επιτρέπεις να φύγει μετά. Να βρει κι εκείνη μια ζεστή παρέα.
Κι ο Έρωτας την παίρνει από το χέρι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου