Ο χρόνος είναι σχετικός. Η ανεκτικότητα του καθενός, επίσης είναι σχετική. Δεν μπορείς να πιέσεις τον άλλον να εξωτερικεύσει σκέψεις και συναισθήματα, ενώ καλά καλά ο ίδιος δεν έχει καταφέρει να τα ξεδιαλύνει μέσα του. Ωστόσο, τα όριά μας τα καθορίζουμε εμείς και δεν έχουν να κάνουν με τον άλλον.
«Θέλω χρόνο». Ίσως να είναι από τις πιο αόριστες φράσεις, διότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνωρίζουν πραγματικά πότε θα είναι ο ένας από τους δυο έτοιμος να μιλήσει. Το σέβεσαι όμως και το επιτρέπεις. Όταν κάποιος δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά κι ορθά, απαιτείται χρόνος για να διευθετήσει πού βαδίζει. Ίσως να είναι τρεις εβδομάδες ή ένας μήνας. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχει μια τεράστια διαφορά στη χρήση του «δίνω χρόνο», που θα κάνει ο άλλος. Μπορεί να εκμεταλλευτεί την αργοπορία ή να μην μπει καν στη διαδικασία να πάρει χρόνο για τον εαυτό του να σκεφτεί. Οπότε το ερώτημα που τίθεται μέσα από αυτό είναι εάν πιστεύεις εσύ πως αξίζει να δώσεις χρόνο.
Εάν το αντέχεις, τότε το μόνο που μένει είναι να είσαι έτοιμος για οποιαδήποτε έκβαση των καταστάσεων. Να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις ένα τέλος ή μια δεύτερη ευκαιρία. Χρειάζεται να γνωρίζεις όμως, πως η αναμονή θα είναι επίπονη και η συνείδησή σου θα σε βασανίζει. Θες απαντήσεις, θες να ξέρεις τι πήγε λάθος από την άλλη πλευρά. Να σκεφτείς όμως πως και η ειλικρίνεια και η διαφάνεια απαιτούν θάρρος και τόλμη και δεν τη βρίσκουν όλοι εύκολα στον χρόνο που τους δίνεται.
Δυο άνθρωποι χρειάζονται χρόνο για να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση και ο καθένας ξεχωριστά έχει ανάγκη από διαφορετικά ερεθίσματα. Πρέπει να αξίζει κάτι πολύ για να το περιμένεις. Όταν νιώθεις πως η κατάσταση γίνεται κουραστική και ψυχοφθόρα, είναι πολύ πιθανό να μην έχει πια αξία για σένα να προσπαθείς.
Είναι στο χέρι του καθενός να επιτρέπει καταστάσεις κι αντιδράσεις. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε κάποιον καθιστά τεράστιο ποσοστό της ποιότητας της σχέσης μας. Είναι 10% τι θα πει ο άλλος και 90% ο τρόπος με τον οποίον θα αντιδράσουμε (παραφρασμένο quote του Charles Swindoll). Εκεί στέκουν οι σχέσεις, η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη. Όταν αυτό το δεύτερο ποσοστό νοθεύει τη σχέση, δεν φταίει ο άλλος αλλά ούτε κι εμείς, γιατί οι αν(τ)οχές μας μειώνονται και τα θέλω μας αλλάζουν. Και πολλές φορές, είναι πολύ καλύτερο να δώσεις ένα τέλος, από το να παιδεύεις τον άλλον.
Κατά βάθος δίνουμε χρόνο γιατί ελπίζουμε. Προσφέρουμε απλόχερα περιθώρια για να μας αποδείξει ο άλλος αυτό που θέλουμε. Για να αποδείξουμε ακόμη και στον ίδιο μας τον εαυτό πως θέλουμε. Δεν υπάρχει όμως χειρότερο πράγμα από την αναμονή. Αυτή η παύση των συναισθημάτων σε αδειάζει. Κάπου χάνεις το νόημα και την μπάλα. Έχεις ανάγκη να απελευθερωθείς αλλά δε βρίσκεις τη δύναμη. Και δίνεις, δίνεις δίχως να λαμβάνεις πίσω τίποτα πέρα από αγανάκτηση, θλίψη κι απογοήτευση. Όχι απαραίτητα από τον άλλο, αλλά κι από τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί δεν παραδέχεσαι κάποιες –σχετικές– αλήθειες.
Ο καθένας μας ορίζει το δρόμο του. Μέσα στο χρόνο χανόμαστε με πολλούς ανθρώπους, γιατί ξεχάσαμε, αποφύγαμε ή κουραστήκαμε. Όταν δίνεις χρόνο σε έναν άνθρωπο, που νοιάζεσαι θα τον αξιοποιήσει και θα έρθει πίσω με μια απάντηση, που είτε θα σε ανακουφίσει είτε θα σε πονέσει. Και μερικές φορές, αυτή η απάντηση μπορεί να είναι η σιωπή. Στο χέρι μας είναι να βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από όλα και να αναγνωρίζουμε τα δικά μας όρια. Ο άλλος ποτέ δε θα μάς καταλάβει, όταν είναι ο ίδιος πνιγμένος στον δικό του συναισθηματικά χαοτικό κόσμο. Οι δρόμοι ξανασμίγουν, όταν οι άνθρωποι έχουν αναθεωρήσει. Μπορεί όμως κι όχι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου