Και ποιος δεν έχει καυχηθεί κάποια στιγμή για ένα προτέρημα του εαυτού του; Είτε συνειδητά είτε όχι, μας αρέσει να τονίζουμε εκείνα τα στοιχεία που θεωρούμε ότι μας ομορφαίνουν. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνες οι στιγμές που βρίσκουμε τον εαυτό μας να νιώθει περήφανος για τις παραξενιές μας, εκείνες που κάποιους μπορεί να ενοχλούν και να εκνευρίζουν. Ίσως και να είναι ωραίο να θαυμάζουμε την οποιαδήποτε ιδιοτροπία μας, τι κρύβεται, ωστόσο, πίσω από αυτή μας την πράξη; Γιατί μας αρέσει να εκφράζουμε τις «ιδιαιτερότητές» μας;
Κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως η αποδοχή του εαυτού μας αποτελεί μια σίγουρη απάντηση στο ερώτημα που προσπαθούμε να διερευνήσουμε. Αρχικά, η αναγνώριση των ανασφαλειών μας είναι ο πρώτος δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας για να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τις όποιες ιδιοτροπίες μας. Η έκφανση της ανασφάλειας έχει τη δύναμη να αντικατοπτρίζεται μέσα από τα λόγια μας όταν μιλάμε λίγο νευρικά, σε μια προσπάθεια να κρύψουμε έναν «ψυχαναγκασμό» μας. Αγχωνόμαστε τόσο πολύ μην και μας παρεξηγήσει ο φίλος, ο σύντροφος, ο απλώς γνωστός, διότι κατά βάθος δεν είμαστε «εντάξει» με εμάς. Κανείς δεν πρόκειται να μας παρεξηγήσει για αυτό που είμαστε όταν μας νοιάζεται.
Αν και ολίγον τι πονηρός τρόπος, η ανάγκη για επιβεβαίωση είναι εκείνη που μας ωθεί να προβάλλουμε κάποια ιδιοτροπία μας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα κι έτσι χωρίς να μας καταλάβουν αποσκοπούμε στο να καταλάβουμε εάν οι άλλοι έχουν κάποιο θέμα με την παραξενιά μας, αν την αντέχουν κι αν έχει υπάρξει έστω και μια φορά που να ήθελαν να μας κρίνουν. Η εσωτερική υπερανάλυση οδηγεί στην άμεση ή έμμεση προβολή. Μας τρώει μέσα μας κι έχουμε την ανάγκη να μάθουμε τι πιστεύουν κι οι άλλοι. Πολλές φορές δε μιλάμε για ιδιοτροπίες που κάνουν «μπαμ». Έχουμε σκεφτεί κιόλας μήπως αυτές οι παραξενιές κυριαρχούν μονάχα μέσα στο μυαλό μας. Αυτό μας οδηγεί και πάλι στο κεφάλαιο «ανασφάλειες». Αν πάλι αναφερόμαστε σε ιδιοτροπίες της καθημερινότητας, δε χρειάζεται να προσπαθούμε να τις κρύβουμε, αφού είναι εκείνες που ολοκληρώνουν τον χαρακτήρα μας. Δεν είμαστε τέλειοι, ας το χωνέψουμε κάποια στιγμή!
Και φτάνουμε στην ενότητα «διαφορετικότητα». Κατοχυρώνουμε τις παραξενιές μας και τις γουστάρουμε. Βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους να πασχίζουν να αποδεχτούν οποιοδήποτε προσωπικό τους «πρόβλημα» κι εμείς στεκόμαστε καμαρωτοί, παραδεχόμενοι πως έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε κάποια εμπόδια. Για να ανοιχτεί αυτός ο δρόμος θέλει υπομονή κι επιμονή και σε καμία περίπτωση δε θεωρούμε πως είναι εύκολο ή ωραίο να φτάνουμε στο άλλο άκρο και να καυχιόμαστε για τις παραξενιές μας. Εκείνος που το έχει καταφέρει δε χρειάζεται να το φωνάξει, αλλά ούτε και να το κρύψει, γιατί είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει. Άλλοι έχουν συνέχεια νεύρα, άλλοι έχουν θέματα οργάνωσης και τάξης, ενώ άλλοι απεχθάνονται το multi-tasking. Ο καθένας με τη δική του μικρή ιδιοτροπία, η οποία και τον ομορφαίνει.
Στην καθημερινότητά μας συναντάμε άτομα με ανασφάλειες που τις «φωνάζουν» δίχως να τις παραδέχονται. Και μερικές φορές έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν τη δική τους –αρνητική– ενέργεια σε εμάς. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσπαθούν να φέρουν στο δικό τους μήκος κύματος κάποιον άλλον, ώστε να μη νιώθουν μόνοι. Σκοπός μας δεν είναι να αφήσουμε το πρόσωπο αυτό να βυθίζεται, αλλά είτε με χιούμορ είτε χωρίς, να το βοηθήσουμε να αποδεχτεί τον εαυτό του όπως είναι. Είναι μια λεπτή γραμμή που συνδέει τα πάντα με τις ανασφάλειές μας κι είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πότε κάτι είναι ριζωμένο βαθιά στον άλλον και πότε περιθώρια να το βελτιώσει. Σαφώς παραξενιά δε συνεπάγεται ανασφάλεια αλλά η ψυχοσύνθεση τα συνδέει όλα αυτά δημιουργώντας τον μοναδικό ψυχισμό μας.
Χρειάζεται να προσέχουμε πότε η παραξενιά μας προσβάλει ή προκαλεί άβολο κλίμα στους γύρω μας. Είναι όμορφο κι ελκυστικό ο άλλος να αποδέχεται τον εαυτό του με τις παραξενιές του, διότι αυτομάτως εκπέμπει μια αύρα ηρεμίας και σιγουριάς. Εννοείται πως δεν ταιριάζουμε με όλους, αφού σίγουρα κάποιος δε θα μας γεμίζει κι αυτό φυσικά δεν είναι κακό. Είμαστε όλοι διαφορετικά χρώματα και με τους ιδανικούς ανθρώπους συνθέτουμε τη δική μας «σφραγίδα μοναδικότητας».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.