Δεν έχω κάνει όνειρα για εμάς. Όχι γιατί δε θέλω, μα γιατί δεν είσαι δικός μου. Όμως κάθε φορά που σε κοιτάω νιώθω πως πρέπει να ‘σαι. Ο τρόπος που με κοιτάς, ο τρόπος που ντροπαλά κλείνεις τα μάτια σου όταν σε χαζεύω. Είναι όλα αυτά τα μικρά και λιτά πραγματάκια που με κάνουν να νιώθω τόσο όμορφα αλλά και τόσο ένοχη.

Με τρώει αυτή η ζήλια, που δε σε αφήνει να κοιμάσαι τα βράδια, που δε σε αφήνει να περνάς καλά. Χαλιέμαι όταν σε βλέπω να την κοιτάς. Και δίχως ντροπές επιμένω να σε κοιτάω, να σου θυμίζω τη δική μας κατάσταση. Είσαι δικός της; Ή περιμένεις να βρεις την ευκαιρία για να γίνεις δικός μου; Ποιος φταίει εδώ πέρα; Κάθε δευτερόλεπτο που αφήνω να περνάει δίχως να λογικεύομαι με βυθίζει όλο και πιο πολύ στον μονόπλευρο έρωτά μου. Μαζοχισμός με τα όλα του. Ένας ατέρμων νυχτερινός μονόλογος.

Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα να ‘μαι ο τρίτος τροχός. Αυτό το παράσιτο που διαταράσσει ισορροπίες κι ευτυχίες. Που ο καθένας μας φοβάται μη γίνει ή που σε κάποια φάση της ζωής του το ‘χει κρίνει. Ήταν, όμως, κάτι ώρες ευάλωτες κι αξημέρωτες, ήταν λίγο το ποτό κι η ένταση, που με οδήγησαν να παραδεχτώ στον εαυτό μου συναισθήματα ανήκουστα. Συναισθήματα που αρνούμουν, που το υποσυνείδητο τα έκρυβε καλά, σαν να ήξερε πως η αποκάλυψή τους θα έφερνε την καταστροφή. Ένιωσα, όμως, να φεύγει ένα βάρος από πάνω μου. Ένιωσα όμορφα για δευτερόλεπτα. Άρχισα να κρυφομιλάω και να παραμιλάω για ‘σένα, δίχως να με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι. Ήσουν μια καταστροφή της οποίας τα απομεινάρια έχτισαν το πιο όμορφο κάστρο. Πάνω στην άμμο.

Προσπαθώ να μην κάνω όνειρα για μας. Αλήθεια. Φαντάζομαι πώς θα ήταν να σε ξαναγνώριζα κάπου αλλού. Κάπου όπου θα ήμασταν οι δυο μας. Δε θα υπήρχαν τρίτοι, που θα γινόντουσαν «δεύτεροι». Δε θα υπήρχε φόβος. Ο φόβος της έκφρασης. Ο φόβος του έρωτα. Φαντάζομαι να με κλείνεις στην αγκαλιά σου και να χορεύουμε. Λες κι η τυχαία χορογραφία περίμενε εμάς τόσα χρόνια για να τη χορέψουμε. Λες και το τραγούδι που ηχεί στα αφτιά μας γράφτηκε μονάχα για εμάς. Μια μελωδία για τον έρωτά μας και τρεις στίχοι για όλα αυτά που θα ήθελα να σου πω. Φαντάζομαι τα χέρια σου να με ακουμπούν λες και θέλουν να μου πουν κάτι, χωρίς να το καταλάβουν οι γύρω μας. Τα μάτια σου να συναντούν τα δικά μου και να μου χαμογελάς. Να με πνίγεις πάνω σου, για να μην ερωτευτώ κανέναν άλλον, για να μη με ερωτευτεί κανένας άλλος. Κι όλα αυτά μονάχα για εκείνα τα δευτερόλεπτα, που επιτρέπω στον εαυτό μου να σε σκέφτεται δίχως τύψεις.

Είναι άδικο να ‘σαι ο τρίτος. Μα είναι πιο άδικο, να θες να κλέψεις απ’ τον άλλον εκείνο που πρώτος είδε. Είναι ανθρώπινο το συναίσθημα και δεν μπορείς να το αιχμαλωτίσεις. Το δίκαιο και το άδικο είναι ηθικά και στερεοτυπικά λάθη. Είμαστε είδος εγωιστικό. Δικαίως εγωιστικό. Έρχεται, όμως, εκείνη η ώρα, η μοιραία συνειδητοποίηση των πραγμάτων και των καταστάσεων. Τότε όλα βγάζουν νόημα. Τότε καταλαβαίνεις γιατί με πείσμα η φίλη σου σε παρακαλούσε να μην την κρίνεις, όσο εσύ της έλεγες να ξεκολλήσει και να βρει κάποιον άλλο. Γιατί, ξάφνου, βρίσκεσαι στην αντίπερα όχθη γνωρίζοντας ότι θα κριθείς από φίλους, από γνωστούς άγνωστους. Ο όρκος που είχατε δώσει, καταρρέει και νιώθεις ένοχη για συναισθήματα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Κανείς δε βρίσκεται σε θέση να κρίνει πότε και ποιον θα ερωτευτείς. Αρκεί να μη σε έχει προλάβει κάποιος άλλος.

Φαντάζομαι να ξανασυναντιόμαστε μακριά από όλους, χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε αναφορά σε κανέναν. Να μου ψιθυρίζεις λόγια που φοβόσουν να εκμυστηρευτείς. Να νιώθουμε ασφαλείς, δίχως ντροπές, δίχως ενοχές. Να σε κοιτώ στα μάτια και να σε ερωτεύομαι άφοβη. Μα τώρα νιώθω τόσο ανήμπορη, έχοντας για παρέα εκείνους τους τρεις στίχους, που δεν ανήκουν σ’ εμάς.

Αν έχεις συμβιβαστεί με μια μέτρια ευτυχία, τότε ίσως καλύτερα να αποχωρήσω. Όμως δεν πειράζει, διότι η ζωή ξέρει καλά τι κάνει κι ίσως αύριο να ‘σαι μόνο μια έμπνευση ή μια ιδέα. Ένα μάθημα που πάρθηκε δίχως να ‘χει αρχή, μέση και τέλος. Αν μπορούσα, όμως, να κάνω όνειρα για εμάς, όλα θα ξεκινούσαν απ’ τα μάτια σου, που τυχαία με κοίταξαν εκείνο το βράδυ. Κι ήταν τόσα τα δευτερόλεπτα που αρκούσαν για να σ’ ερωτευτώ.

 

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη