Έτσι θα ήθελα να είμαστε. Να με κοιτάς από την άκρη του κρεβατιού καπνίζοντας το τσιγάρο σου. Να κοιτάς έξω από το παράθυρο και να παρατηρείς το γυμνό σώμα μου, που αντανακλάται στο παράθυρο με φόντο τη νύχτα. Να μου ψιθυρίζεις πόσο με θέλεις κι ο καπνός να κάνει κύκλους, όπως κάνουν και τα δάχτυλά σου, όπως κάνουν τα χείλη μας.
Η σιωπή του δωματίου, να σπάει από τον ήχο του ψυγείου και το νερό που στάζει από τη βρύση. Εκείνη η θεατρική σιωπή, που μονάχα τα βλέμματά μας χαμογελούν και ξέρουν την απάντηση στην κάθε μας ερώτηση. Εκείνα τα δευτερόλεπτα, λίγο πριν σ’ αρπάξω στην αγκαλιά μου. Εκείνος ο ρυθμός, που παίζει στο μυαλό μου κι ενορχηστρώνει τη μελωδία της νύχτας μας. Εκείνος ο ψίθυρος, που με κάνει να ανατριχιάζω κι εκείνα τα χείλη, που καίνε το δέρμα μου.
Πώς θα ήταν να σε έχω δίπλα μου; Ίσως πολύ διαφορετικά από τον λυρικό τρόπο, που μάς παρουσιάζω. Ίσως και να ήμαστε άκρως μη ρομαντικοί. Παρ’ όλα αυτά, απλοί κι υπέρλαμπροι. Ίσως να μη σου αρέσει να καπνίζεις και να μη θες να στέκομαι γυμνή απέναντι από το παράθυρο, μην και με δουν οι γείτονες. Ίσως και να είσαι ζηλιάρης κι εγωιστής. Ίσως να είμαι κι εγώ ανυπόμονη και ζηλιάρα. Μπορεί, να βάζαμε τηλεόραση και να κάναμε πως βλέπουμε την ταινία που έχει στις δώδεκα τα μεσάνυχτα σχολιάζοντας τους πρωταγωνιστές και πόσο πολύ δεν τους μοιάζουμε. Να κρίνουμε σαν σκηνοθέτες και να σχολιάζουμε σαν μεσημεριανή εκπομπή. Κι αυτό είναι λίγο ρομαντικό, δε νομίζεις;
Θα ήθελα, να βγαίνουμε στους δρόμους της Αθήνας, να τρέχουμε να περάσουμε τα φανάρια και να μας κορνάρουν ανελέητα. Να περπατάμε πλάι στην Αρχαία Αγορά βράδυ και να αναπαριστάνουμε έναν έρωτα λατινικό, έναν έρωτα αρχαιοελληνικό. Να καθόμαστε να τρώμε σε μια ταβέρνα και πίνοντας τον καφέ μας να σου λέω πόσο βαριέμαι να διαβάσω για την εξεταστική. Να κατεβαίνουμε τα σκαλιά, εκεί που είναι το Γιασεμί και να μάς κοιτάνε όλοι που χασκογελάμε. Να σε βγάζω φωτογραφίες χωρίς να το ξέρεις και να με βρίζεις που σου λέω πόσο όμορφος είσαι.
Θα ήθελα, να τρέχουμε να προλάβουμε το μετρό στο Λονδίνο και να μην έχουμε ομπρέλα, καθώς ξεκινάει η καταιγίδα. Να παρατηρούμε τα έργα τέχνης σε γκαλερί και πινακοθήκες και να προσπαθούμε να βρούμε το νόημα σε χρώματα κι αντικείμενα. Να περπατάμε στη γέφυρα και να χορεύουμε συνοδεύομενοι από την μουσική ενός πλανόδιου. Να μας λένε thank you και να τους λέμε nothing και να γελάμε, χωρίς να καταλαβαίνουν πού είναι το αστείο. Να βρέχει γάτες και σκύλους κι εμείς ανέμελοι, να περπατάμε κάτω από τη βροχή, γιατί έχεις εμένα κι έχω εσένα.
Ξέρεις τι άλλο θα ήθελα; Να ζήσω μαζί σου σ’ ένα ελληνικό νησί. Να ζήσουμε απλά. Να παίρνουμε νωρίς το πρωί τον ελληνικό μας καφέ και ν’ αποχαιρετούμε ο ένας τον άλλον για να πάμε στη δουλειά μας. Να συναντιόμαστε για μεσημεριανό και ν’ αποχωριζόμαστε έως και το βραδινό. Να με βγάζεις για ποτό και να ξαναζούμε το πρώτο μας ραντεβού. Να ζούμε τις δικές μας βακάντζε ρομάνε στις Κυκλάδες ή το Ιόνιο. Να κάνουμε βραδινά μπάνια και να παραγγέλνουμε σουβλάκια και να εξηγείς στον ντελιβερά, πως είμαστε στην τάδε παραλία, κοντά στα βράχια. Να τρώμε παγωτό και να με αφήνεις να αγοράζω σκουλαρίκια και δαχτυλίδια, ακόμa κι αν δεν τα φορέσω ποτέ, γιατί θα θυμάμαι ότι τα αγόρασα όταν ήμουν μαζί σου.
Δεν είμαστε ένα τσιγάρο απόσταση. Δεν είμαστε δυο βήματα ο ένας από τον άλλον. Κοιτάζω την άκρη του κρεβατιού μου και δεν είναι κανείς εκεί. Το τσιγάρο πέφτει από τα χέρια μου και σιγοσβήνει στο πάτωμα. Ο ήχος του ψυγείου μού σπάει τα νεύρα κι οι εκνευριστικά επίμονες σταγόνες που πέφτουν, βουίζουν στο μυαλό μου. Οι γείτονες κάνουν χαμό και τους βλέπω από το παράθυρο, γιατί δεν ντρέπονται να δείχνονται. Ακούω ένα τραγούδι, που ακόμα δεν το έχουμε χορέψει, μπορεί κιόλας να μη σου αρέσει να χορεύεις. Μπορεί να μην είσαι έτοιμος για όλα αυτά. Ούτε εγώ είμαι. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου θα σε περιμένω. Θα ταξιδέψω σε όλη την Ευρώπη για να σε ξαναβρώ. Να δω το βλέμμα σου, που το ψάχνω κάθε μέρα στους περαστικούς.
Το τσιγάρο μου έσβησε. Πού είσαι;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου