Το «Δεν μπορώ» έχει καταντήσει μία έκφραση που όλο και περισσότερο φοβόμαστε να την πούμε, χωρίς απαραίτητα να ‘χουμε διαπράξει κάτι κακό. Φοβόμαστε την αντίδραση του άλλου στο άκουσμά της, ανησυχούμε μήπως εκνευριστεί ή ξενερώσει. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία και τις δικές του ιδιορρυθμίες. Το πώς αντιδράμε σε καταστάσεις είναι τελείως διαφορετικό. Το πώς θα θέλαμε να αντιδράν οι γύρω μας είναι αδύνατο.
Κι αφού βρεις το θάρρος να την προσφέρεις την άρνησή σου, ύστερα έρχεται ως απάντηση η ερώτηση «Γιατί;». Δεν είναι πως δε θες να απαντήσεις ειλικρινά, απλώς κάποιες φορές ο φίλος γίνεται πιεστικός χωρίς, απαραίτητα, να το θέλει. Είναι μια αδιάκριτη ερώτηση, αν κι εξαρτάται απ’ το ύφος και τον τόνο του πομπού για το πώς θα την εκλάβει ο δέκτης. Παρ’ όλα αυτά συμφωνούμε όλοι μάλλον πως είναι μία τέρμα εκνευριστική λέξη, όταν χρησιμοποιείται μόνη της.
Πόσες φορές μπορεί να ‘χεις αγχωθεί για το τι θα πει ο φίλος σου αν του έλεγες «όχι»; Είτε τελευταία στιγμή είτε δύο μέρες πριν, κάποιος λόγος θα υπήρχε. Είναι άξιο απορίας αλλά παράλληλα τόσο σύνηθες φαινόμενο να δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να πούμε την αλήθεια. Οι φίλοι μας είναι εκείνοι που μας αγαπούν για την ανθρώπινη φύση μας, γι’ αυτό που είμαστε όπως ακριβώς είμαστε. Τι νόημα έχει αν δεν είμαστε ειλικρινείς απέναντί τους;
Κάποιοι τολμάμε να λέμε «Δεν μπορώ». Ίσως να γινόμαστε κατηγορηματικοί κι άδικοι μερικές φορές, όμως, είναι κάποια όρια που δε θέλουμε να τα ξεπερνάμε. Μπορεί να φταίει η κοινωνική αποστροφή, το άγχος μας κι η ψυχοσύνθεσή μας, που συνέχεια έχει σκαμπανεβάσματα, αλλά να μας αγαπάτε. Διότι δεν το κάνουμε επίτηδες το «Δεν μπορώ». Μερικές φορές είναι άμυνα, είναι ψυχολογική αστάθεια. Ίσως είναι βλακεία στον εγκέφαλο. Πιο απλά βαρεμάρα, κούραση, μηδέν ανοχή, μηδέν αντοχή για συναναστροφή με ανθρώπους.
Φυσικά όταν γίνεται επανειλημμένα, τότε υπάρχει όντως πρόβλημα και τίθεται θέμα προς συζήτηση. Δίχως καμία αμφιβολία, το να μένουμε παθητικοί και κλεισμένοι μέσα στο σπίτι μας είναι ανθυγιεινό. Ο πραγματικός φίλος καταλαβαίνει πότε κάτι δεν πάει καλά. Και τότε είναι που χρειάζεται να επέμβει.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όμως, έχουμε ανάγκη τον φίλο που θα μας πει «Δεν πειράζει, άλλη φορά». Μα κι η έκφραση αυτή κρύβει παράπονο, συμπόνια, απογοήτευση και θλίψη. Όσο και να μην το παραδεχόμαστε, νιώθουμε τύψεις.
Κουραζόμαστε ψυχικά να δίνουμε εξηγήσεις για όλα. Να αναγκαζόμαστε να φέρνουμε τον εαυτό μας σε δύσκολη θέση και να απολογούμαστε, διότι κάτι μας έτυχε, κάτι νιώθουμε, κάτι δε θέλουμε να κάνουμε απόψε. Κι ο άλλος να το παρεξηγεί. Αν δεν είχαμε λόγο, όμως, δε θα το λέγαμε. Φορτωνόμαστε ένα άχρηστο άγχος και περιττές ενοχές, δηλαδή.
Ας θεωρήσουμε ότι είναι αγένεια ή αδιακρισία να θέλει να μάθει ο άλλος για ποιο λόγο δεν μπορούμε. Ας σκεφτούμε, όμως, ότι δε ρωτάει επίτηδες. Ο φίλος είναι εκεί σε όλα. Στα πάνω, στα κάτω, στα δεξιά και στα αριστερά. Ας καταλήξουμε στο ότι κανείς δεν είναι υποχρεωμένος για τίποτα. Ως φίλοι, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε γιατί το θέλουμε κι όχι επειδή κάποιος μας εξαναγκάζει.
Καλύτερα θα ήταν ίσως αν χρησιμοποιούσαμε μια άλλη έκφραση για να ακυρώνουμε κάποια σχέδια. Το «Δεν μπορώ» είναι κατηγορηματικό κι ίσως κάπως απότομο, που κάποιοι δε θέλουν να το δεχτούν. «Να το κάνουμε καλύτερα άλλη μέρα;», «Συγγνώμη, αλλά δε νιώθω πολύ καλά». Κάτι πιο ειλικρινές περιμένοντας από τον άλλον να δώσει μια συγκαταβατική απάντηση.
Προς όλους τους φίλους, φίλους φίλων και ούτω καθεξής, δεν είναι πως δε θέλουμε να σας δούμε. Δεν είναι πως δεν μπορούμε να σας δούμε. Είναι ότι κάποιες στιγμές δε βρισκόμαστε στην ψυχική θέση να εκθέσουμε τον εαυτό μας σε κανέναν. Αύριο θα ‘ναι μια καλύτερη μέρα. Έτσι κι αλλιώς, αν όλες ήταν ίδια ευχάριστες, δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε τη ζωή με όλο της το μεγαλείο.
Ο αληθινός φίλος δέχεται το «δεν μπορώ». Είναι, όμως, υποχρέωση του καθενός να αναγνωρίζει πότε αυτή η έκφραση δηλώνει αποφυγή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη