Αν κάτι εξαντλεί τους ανθρώπους ψυχολογικά είναι το να δίνουν εξηγήσεις και δικαιώματα σε άλλους. Είναι το βάρος των ενοχών, που μάς κατακλύζει όταν νιώθουμε πως ο άλλος μπορεί να τα έχει βάλει μαζί μας, γιατί πολύ απλά δεν έχουμε τις αντίστοιχες αντοχές, την ίδια θέληση και τα ίδια πιστεύω με εκείνον. Όλοι σκεφτόμαστε πολύ διαφορετικά και είναι η προσωπική μας αντίληψη σε διάφορα ερεθίσματα, που μάς κάνει να αντιδρούμε με τον δικό μας τρόπο. Πιέζεσαι να δίνεις εξηγήσεις, μονάχα που ακόμη και το «δε θέλω», θα έπρεπε να γίνεται κατανοητό και σεβαστό. Είναι κάτι πολύ απλό, μα εξίσου αληθινό.
Πάντα μας έλεγαν πως δεν υπάρχει το «δεν μπορώ», αλλά το «δε θέλω». Σαφώς οι δυνατότητές μας φτάνουν εκεί που θέλουμε εμείς. Το να λέμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, δεν ισχύει αν δεν έχουμε έστω προσπαθήσει. Το να μη θέλουμε όμως, δείχνει πως στη φάση της ζωής μας που βρισκόμαστε, δεν έχουμε ανάγκη κάτι παραπάνω από αυτά που ήδη μάς περιτριγυρίζουν. Η θέλησή μας κρύβει τέτοια βαρύτητα, που κανείς άλλος δεν μπορεί να την κατανοήσει. Κι υπάρχουν κάποια όρια μεταξύ του εαυτού μας και των γύρω μας, που δυστυχώς ή ευτυχώς δε θα διαπεραστούν ποτέ. Το πείσμα του ενός από του άλλου διαφέρει και πολλές φορές μπορεί να φέρει συγκρούσεις και διαφωνίες.
Ξεκινώντας από τα πιο μικρά «θεματάκια», που το «θέλω» λειτουργεί ως απάντηση, αλλά δεν εγκρίνεται, αποτελεί η ανάγκη μας για ξεκούραση, άραγμα και μια ελαφρώς απόσταση από τους πάντες. Αδημονείς να γυρίσεις σπίτι σου και να μην απευθύνεις το λόγο σε κανέναν για τις επόμενες ώρες. Έρχεται όμως εκείνο το ρημαδομήνυμα, που σου ταράζει την ηρεμία, και δεν είναι άλλο από το παρεάκι το οποίο δε ζητάει κάτι περισσότερο από την απλή συντροφιά σου. Εσύ, όντας κουρασμένος, απαντάς με ένα ειλικρινές «δε θέλω απόψε» κι εύχεσαι ο δέκτης να μην παρεξηγηθεί.
Μια σύντομη παρένθεση· κι εδώ έρχομαι να τονίσω με κεφαλαία, bold γράμματα την τελευταία φράση της προηγούμενης παραγράφου. Έχουμε φτάσει σε σημείο, να φοβόμαστε την ειλικρίνεια, διότι ο άλλος είναι τόσο στενόμυαλος, που δε διανοείται να καταλάβει τι σημαίνει το «δε θέλω». Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ήρεμα κι ωραία, πως το να μη θέλεις να βγεις έξω δε σημαίνει πως δε γουστάρεις την παρέα σου, αλλά πολύ απλά θέλεις να αφιερώσεις λίγο χρόνο σ’ εσένα, στον εαυτό σου και το εγώ σου. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να στη στερεί.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, άνθρωποι γύρω μας μάς έχουν κάνει να τρέμουμε στην ιδέα πως εάν είμαστε ειλικρινείς μαζί τους, θα έχουμε μια απάντηση του στιλ «καλά, οκ». Κι ύστερα επέρχεται η καταστροφή. Δε θες, να πας σε ένα πάρτι; Κανένα θέμα! Δεν έχεις όρεξη, να βγεις απόψε; Δε σε πιέζει κανείς. Οι άνθρωποι, που είναι πραγματικά μέσα στη ζωή σου, θα δείχνουν την κατανόηση που αξίζει και δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Άτομα, που σε θέλουν γιατί τάχα σε έχουν ανάγκη και εξαρτώνται από την πάρτη σου, καλύτερα να το ξανασκεφτείς. Είναι κάτι τόσο απλό. Γιατί χρειάζεται να το αναλύουμε άραγε;
Φτάνοντας όμως, σε σημαντικότερες αποφάσεις, που αφορούν τη ζωή μας κι όχι μια απλή έξοδο με φίλους, το «δε θέλω» ίσως και να φαντάζει κάπως ανώριμο και παιδιάστικο. Έλα όμως, που δεν παύει να αποτελεί μια απάντηση αληθινή και πιο βάσιμη από το να κάθεσαι να αναλύεις με power point, γιατί δε θέλεις να κάνεις κάτι. Η θέληση πηγάζει από μέσα μας κι αν εκλείπει το πάθος τότε δεν έχει κανένα νόημα, να προσπαθείς για κάτι, που δε σε εξιτάρει, δε σε καυλώνει και δε σε ξυπνάει κάθε πρωί.
Εάν προσπαθήσεις με ένα απλό «δε θέλω» να απαντήσεις σε έναν συνομιλητή σου, το μόνο σίγουρο είναι πως θα δε θα ξεμπλέξεις εύκολα. Είναι πολύ πιθανό, να αποδοκιμαστείς και να γίνεις κουρέλι, επειδή ο άλλος νομίζει πως μπορεί να σε κάνει να σκέφτεσαι όπως εκείνος. Θα σου πει πως δεν είναι επαρκής αυτή η απάντηση. Μόνο που αυτό ισχύει για εκείνον κι όχι για εσένα. Μέσα σου μπορεί η απάντηση να στέκει πιο ορθά από οποιαδήποτε άλλη λογική απάντηση, που κάλλιστα θα μπορούσες να σκεφτείς για να ξεμπλέξεις λίγο πιο εύκολα. Προτιμάς όμως να μην κουράζεσαι και καλά κάνεις. Όποιος θέλει να σε καταλάβει, θα το κάνει γιατί σε ξέρει και το βλέπει στα μάτια σου ενώ όποιος δεν το δέχεται, δε σέβεται την ψυχή σου και το είναι σου, διότι είναι κολλημένος στα δικά του «πρέπει».
Μονάχα λίγο εάν σταματούσαμε να δίνουμε λογαριασμό στον καθένα, θα μάς έκανε πολύ πιο ήρεμους. Είναι ένα κομματάκι δύσκολο όμως, που για άλλους κατακτάται σε μήνες κι άλλους σε χρόνια. Δε χρειάζεται να είσαι αναίσθητος, αλλά να ξέρεις πού πατάνε τα πόδια σου. Κι ακόμη και να μην έχεις καταφέρει να βρίσκεσαι σε αυτό το στάδιο, κάποια στιγμή θα φτάσεις, γιατί όλοι βρίσκουν το δρόμο τους κάποτε. Μπορεί να χρειαστεί να δοκιμαστείς πολλές φορές, αλλά τουλάχιστον θα ξέρεις ότι προσπάθησες και δεν τα παράτησες. Έχει διαφορά το να κατανοούμε τι μας ταιριάζει και τι όχι, από το να τα παρατάμε. Κι είναι κάτι που μονάχα εμείς μπορούμε να το καταλάβουμε για εμάς.
Όταν θέλεις κάτι το πετυχαίνεις κι αν δεν το θες τόσο, προχωράς. Δεν είναι μια απλή απάντηση, που την πετάς για να ξεμπερδέψεις. Είναι μια φράση, που θέλει πυγμή και σταθερή φωνή για να καταλάβει ο άλλος, πως το εννοείς. Πόσο χρόνο και κόπο θα γλυτώναμε όμως, αν σταματούσαμε να μάς ενδιαφέρει τι θα πουν οι γύρω μας; Πάντοτε θα μας νοιάζει η γνώμη των αγαπημένων μας και αν θα τους χαροποιούμε ή όχι. Είναι σημαντικό όμως, να μη μάς ξεχνάμε στο τέλος της ημέρας, διότι η ζωή ανήκει σε εμάς και τα θέλω μας θα χτίσουν το δικό μας αύριο. Προς το παρόν, σκέψου τι είναι αυτό που θέλεις κι έχεις ανάγκη σήμερα. Αυτό και τίποτα άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου