Ένας λογικός άνθρωπος θα έλεγε πως ο καθένας ορίζει τον εαυτό του. Η κοινωνία μας όμως, ο τρόπος που έχει εξελιχθεί (προς το καλύτερο;), όλα αυτά που προβάλλει και μας προτρέπει να τα ακολουθήσουμε, έχουν οδηγήσει στο να αναρωτιόμαστε πολλές φορές τι είμαστε και τι κάνουμε.
Έχει καταντήσει κουραστικό, αλλά ταυτόχρονα τόσο σημαντικό για εμάς να καθόμαστε μια ώρα μπροστά από το κινητό ψάχνοντας ποια φωτογραφία, ποιο τραγούδι, ποιο απόφθεγμα θα ανεβάσουμε, μόνο και μόνο για να έρθει ύστερα εκείνο το μήνυμα, εκείνη η αντίδραση και η επιδοκιμασία από τους ακόλουθους και φίλους για να νιώσουμε εμείς λίγο καλύτερα, λίγο πιο σίγουροι για την πράξη μας και λίγο πιο θελκτικοί ως προς το άτομο που μας ενδιαφέρει.
Αποζητούμε την αποδοχή από τους άλλους, ώστε κάποιος να μας πείσει ότι είμαστε ωραίοι. Αν δεν πάρουμε το «ναι», η ζωή δεν προχωράει. Έτσι σκεφτόμαστε κι ύστερα αναρωτιόμαστε ποιο είναι το πρόβλημα. Οι άνθρωποι πολλές φορές είμαστε τόσο χαμένοι στις σκέψεις μας, που μάς βγαίνουν λόγια χωρίς να τα πολυσκεφτούμε. Ύστερα ο δέκτης αυτών αρχίζει κι υπεραναλύει την κάθε λέξη του ανούσιου πομπού. Ο καθένας μπορεί να λέει ό, τι μα ό, τι θέλει. Και δυστυχώς αυτό σημαίνει πως πολλές φορές πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα. Δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε αν τα «καλά» λόγια που ακούμε είναι για το καλό μας ή για να περάσει η ώρα. Και μάλιστα, τυφλωμένοι από τη φιλοφρόνηση δε δίνουμε πολλή σημασία αν αξίζουν όντως αυτά τα λόγια και πιο πολύ ο άνθρωπος, που τα είπε.
Ίσως και να έχουμε κουραστεί να ακούμε ότι πρώτα χρειάζεται να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας για να κάνουν το ίδιο κι οι υπόλοιποι. Κατά βάθος περιμένουμε μια νέα κλισεδιά να εμφανιστεί, ένα αξίωμα που να μας δώσει έναν στόχο, έναν σκοπό, ένα όνειρο, ένα λόγο τέλος πάντων που αξίζει να είμαστε αυτό που λέγεται «εγώ».
Στο δημοτικό ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε πώς κλίνεται το «εγώ» και το «είμαι». Τότε σαν παπαγάλοι περνούσαμε από όλα τα πρόσωπα τόσο ανίδεοι για το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι λέξεις. Πως για να είσαι καλά με τον εαυτό σου πρέπει να είσαι περήφανος για το «είμαι» κι αργότερα μέσα σε μια ομάδα το «εμείς» και το «είμαστε» να είναι αληθινό και πλούσιο. Τίποτα από όλα αυτά δε θα γίνει όμως, εάν δεν αγαπήσουμε εμάς.
Βρίσκεις μια ωραία φωτογραφία στο κινητό σου και σκέφτεται να την ανεβάσεις. Λες πως ήρθε η ώρα να ανεβάσεις λίγο την αυτοπεποίθηση παίρνοντας σαράντα likes- ή εκατόν σαράντα, δεν ξέρω πόσοι έχετε influenc-ιαστεί. Για λίγα λεπτά, λίγες ώρες νιώθεις λίγο καλύτερα για τον εαυτό σου, απ’ ό, τι τις άλλες ώρες τις ημέρας. Γίνεσαι λίγο πιο όμορφος στα μάτια των άλλων, λίγο πιο μοδάτος και γαμάτος. Νιώθεις την αποδοχή μέσα από τα ντινγκ-ντινγκ των ειδοποιήσεων. Και ποτέ κανείς δε θα παραδεχτεί πόσο αλήθεια είναι αυτό. Γιατί μας αρέσει κι εν έτι 2020 είναι αυτή η πραγματικότητα.
Εννοείται δε θα μπορούσε να λείπει σε καμία περίπτωση η ανάγκη της αποδοχής από εκείνο το μοναδικό πρόσωπο, που θέλουμε πάση θυσία, να εντυπωσιάσουμε. Μας ταλαιπωρεί η υπερπροσπάθεια κι ύστερα απογοητευόμαστε όταν δεν ακούμε τα λόγια ή εάν δεν υπάρχει εκείνη η αντίδραση που περιμέναμε. Γιατί τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν φτάσει τις προσδοκίες μας στον ουρανό και ταυτόχρονα τόσο χαμηλά. Γιατί μια οθόνη ή μια εικονική καρδιά δεν είναι αποδεικτικά ενός ενθουσιασμού ή ενός έρωτος. Είναι ψεύτικο κι ανούσιο, αλλά δυστυχώς μάλλον δε θα το αποδεχτούμε ποτέ.
Ντυνόμαστε και φτιαχνόμαστε για να εντυπωσιάσουμε. Κάποιες φορές υπερβάλουμε κιόλας. Έχει τεράστια διαφορά να ντύνεσαι για κάποιον άλλον από το να αισθάνεσαι όμορφα μέσα σ’ αυτά που φοράς επειδή τα διάλεξες εσύ και φωνάζουν το όνομά σου. Όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε όμως, όσο κλισέ και να ακούγεται, το καλύτερο ένδυμα είναι η αυτοπεποίθησή μας κι ο σωστός άνθρωπος αυτό είναι που θα παρατηρήσει. Δε θα κοιτάξει ούτε την όμορφη φούστα μας ή το κυριλέ πουκάμισο. Ίσως να εντυπωσιαστεί στην αρχή από το γούστο μας –όσο απλό ή φανταχτερό κι να είναι– αλλά εκείνο που θα τον κερδίσει θα είναι η εσωτερική μας δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Κι αν αυτό είναι που έκανε τον άλλον να μας αποδεχτεί τότε κερδίσαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου