Αν σε νοιάζει, να ξέρεις, χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Πόσες ευκαιρίες είχα και δε βρήκα το θάρρος να συναντήσω τα χείλη σου. Ήθελες-δεν ήθελες, λίγο θα με ένοιαζε πλέον. Μα έλα μου που κάποτε έτυχε να με νοιάζει. Πόσο εγωισμό έχουμε χωρέσει οι άνθρωποι ώστε να μην κάνουμε αυτό που μας λέει η ψυχούλα μας; Κι αναρωτιέμαι τώρα, εσύ δε θα είχες ποτέ την περιέργεια;

Το τραβήξαμε πολύ το θέμα και κάπου έφταιξα. Γιατί όταν σου είπα ότι μπορώ να αντέξω να μιλάμε φιλικά, όταν είπα πως μου αρκεί μια γωνίτσα στη ζωή σου, έλεγα ψέματα. Φταίω γιατί έβαλα τον εγωισμό μου μπροστά, χωρίς να μου επιτρέπω για καιρό να σου εκφράζω όλα όσα θα ήθελα να πραγματοποιήσω μαζί σου. Και μη φοβάσαι με το «όλα». Το «όλα» μας θα έκλεινε μόνο σε ένα φιλί.

Και τώρα που απευθύνομαι σε εσένα, τόσα χρόνια μετά, θέλω να στα πω όλα όπως δεν τα άκουσες ποτέ από εμένα. Μακάρι να είχα την ευκαιρία να στα πω κοιτάζοντάς σε στα μάτια, που κάποτε τα θαύμασες κι εκείνα σπινθήριζαν σε κάθε περαστική σου διαδρομή.

Μπορεί να μην ήμουν αυτό που ήθελες ποτέ σου, μπορεί κι εσύ να είσαι ένα εγωπαθές ιδιόρρυθμο πλάσμα, μα τόσα χρόνια μετά, ακόμα αναρωτιέμαι πώς θα ήταν εκείνο το φιλί μας. Αυτό το φιλί που δεν απομυθοποίησα ποτέ.

Δε θα απευθυνθώ στα λεγόμενά σου. Τα θυμάσαι απόλυτα -γαμώτο, ακόμα θυμάμαι κάθε σου λέξη. Θα σου πω αυτό που αισθάνομαι. Κι ας έτρεφα κάποτε φρούδες ελπίδες.

Λίγες, κρυφές συναντήσεις στα παρασκήνιά μας υπάρχουν μόνο. Μια συγγνώμη για την παρανόησή μου –αν κι εσύ ποτέ δε ζητάς συγγνώμες–, λίγες αληθινές αγκαλιές, μερικές στιγμές κι αμήχανες συζητήσεις. Βολική τόσο ώστε να εκμεταλλεύεσαι –με τις ευλογίες μου– την καλοσύνη μου. Το δεδομένο σου, το σιγουράκι, το τέλειο δόλωμα για να ζηλεύουν άλλοι.

Κι αν με θεωρείς τρελή, δεν παρεξηγούμαι, έχεις δίκιο. Είμαι τρελή κι αυτοκαταστροφική, μα ποτέ δεν πειράζω άλλους. Το ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Όσο για εσένα. Με είχες προειδοποιήσει για το ποιόν σου.

Άλλωστε, σε εκείνες τις ατελείωτες ξάγρυπνες συζητήσεις μας στα είπα όλα. Τα ξέρεις όλα για εμένα. Κι αυτό είναι πραγματικά τρομακτικό. Όχι για εσένα, για μένα. Δεν ξαναμίλησα τόσο ανοιχτά σε κανέναν, ώστε να ξεγυμνώσω κάθε λογική και παράλογη σκέψη.

Εγώ, λοιπόν, παιδί της τρέλας και της παρορμητικότητας κι εσύ παιδί της λογικής και του ρεαλισμού. Όμως κι ο ρεαλισμός σου κάποτε θέλησε να με φιλήσει. Εκεί στην πρώτη μας, γελοία, συνάντηση. Τόσο καιρό πίσω κι ακόμα αναρωτιέμαι αν γουστάρω την ξεφτίλα ή αν έτσι είναι τα απωθημένα.

Γιατί δε φιληθήκαμε ποτέ; Έτσι, το φιλί σου έγινε τόσο αποπνικτικά ζητούμενό μου. Άπιαστο. Ιδανικό.

Ξέρεις, αν γύριζα τον χρόνο πίσω θα είχα βρεθεί σε εκείνη μας τη βόλτα που κατέληξε σε ένα παγκάκι με θέα. Αν γύριζα εκεί, σίγουρα θα σε φιλούσα. Θα σε κάρφωνα στα μάτια, θα έπαιρνα μια τζούρα απ’ τη μυρωδιά σου –κι ας είχα πει ψέματα όταν με ρώτησες αν θυμάμαι το άρωμά σου–, θα σε πλησίαζα με όλο μου το θάρρος και θα το έκανα -ακόμα κι αν δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελες να το κάνω.

Στο κρατάω που δε μου έδωσες μία ευκαιρία. Σκορπούσες ευκαιρίες, κυνηγώντας κι εσύ λίγη περιπέτεια παραπάνω και σίγουρα λίγη εικόνα παραπάνω. Η σιγουριά που προσφέρω είναι, άλλωστε, αποπνικτική. Μα αυτό το φιλί που δε σου έδωσα –ενώ θα μπορούσα– θα το ζητάω για καιρό.

Να, και τώρα αν ήσουν εδώ, δε θα ‘χα δεύτερες σκέψεις. Το μετάνιωσα αυτό το ανολοκλήρωτο φιλί. Κι αν αυτό το φιλί με έκανε να καταλάβω πως δεν ήσουν κάτι το σπουδαίο; Ή αν έλεγα πως ήταν άκρως κατάλληλο; Δε θα το μάθω. Γιατί δε σε φίλησα ποτέ.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη