Δύο κύκλοι που τέμνονται χωρίς να σπάσουν. Ένα κομμάτι που ψάχνει το ολόκληρο. Κι αν το κομμάτι έπρεπε να ήταν από μόνο του ικανό να ολοκληρωθεί; Το «δύο» δε σημαίνει πάντα «ένα». Είναι μία έννοια που από μόνη της χάνει από παντού.
Το να ‘σαι με έναν άνθρωπο ψάχνοντας ένα κομμάτι παραπάνω για να συμπληρωθείς είναι απλά λάθος. Δύο άνθρωποι πρέπει από μόνοι τους να ‘ναι πλήρεις, χωρίς να ψάχνουν μισά να τους γεμίσουν.
Έτσι κάπως έγινε με εσένα. Εγώ σου έδωσα το όλο μου, τον εαυτό μου για να κάνουμε τη δυάδα μας ισχυρή μονάδα κι εσύ απλά αφαιρούσες κομμάτια μου, έπαιρνες ό,τι χρειαζόσουν για να ολοκληρώσεις το λειψό «ένα» σου.
Μα ίσως οι δύο, τελικά, για να ‘ναι μαζί να πρέπει να παραμένουν δύο τόσο στο «χώρια» όσο και στο «μαζί». Το «ένα» δε λειτουργεί πάντα, γιατί σπάει σε μισά. Κι αυτά δε μου έπρεπαν καθόλου. Κι εσύ αντί να συντηρήσεις έστω τις μονάδες μας ακέραιες, απορροφούσες κάτι από ‘μένα για κέρδος δικό σου. Μήπως γίνεις εσύ ενάμιση και μείνω εγώ ένα στειμμένο μισό. Με άδειασες γεμίζοντας τα μπαγκάζια σου με όσα πήρες, αφήνοντας μία συγγνώμη προχειρογραμμένη σε ένα χαρτάκι στην πόρτα του ψυγείου.
Αυτό χρειαζόσουν και δε σε κατηγορώ για τα κενά σου που τελικά κατάφερα να σου τα γεμίσω. Απλά έτσι εγώ από άνθρωπος ολόκληρος φούλαρα εσένα ανοίγοντας τρύπες σε εμένα.
Ό,τι είχα ήταν δικό σου. Ο εαυτός μου ήταν δικός σου. Ο δικός σου εαυτός, όμως, δεν είχε χώρο για ‘μένα, για κανέναν, ολοκληρώθηκε πια, δεν είχε ανάγκη τίποτα παραπάνω. Ό,τι χρειάστηκες το πήρες μαζί σου φεύγοντας. Μόνο τα κλειδιά άφησες στην πόρτα, σαν υπόσχεση πως δε θα ξαναγυρίσεις.
Και σε πίστεψα, αλλά για να σιγουρευτώ περισσότερο άλλαξα και την κλειδαριά, μην τυχόν κι είχες βγάλει αντικλείδια. Μα ούτε η καινούργια κλειδαριά αρκούσε, τελικά. Μέσα υπήρχαν ακόμα σταγόνες απ’ το πάρε-δώσε μας, βασικά το σκέτο «πάρε», γιατί εσύ δεν έδωσες. Γι’ αυτό πέταξα εκείνο το μπλουζάκι που το λάτρευες. Έσπασα και την κούπα σου κι άλλαξα την πρωινή μου διαδρομή με τον σκύλο, να μη θυμίζει τη βόλτα που κάναμε μαζί.
Όλα δικά μου πλέον. Είμαι εγώ το «ένα» μου. Το «δύο» δε δούλεψε, τουλάχιστον μαζί σου. Και με τον κάθε «μαζί σου». Είμαι εγώ, δε χρειάζομαι ξανά ένα συμπλήρωμα για να γίνω άνθρωπος ολόκληρος. Μπαλώματα έψαχνες εσύ κι αφού στα έδωσα, έφυγες. Μόνο που ξέχασες την οδοντόβουρτσά σου, να μαρτυράει την παρουσία σου στον χώρο. Την είδε ένας γνωστός στο μπάνιο και με ρώτησε αν μένεις ακόμα εδώ. Άργησα να απαντήσω εκείνο το δειλό «όχι». Σκεφτόμουν γιατί δεν την πέταξα. Δεν ξέρω ούτε εγώ.
Ίσως να έφταιγε που νόμιζα πως θα ξαναγυρνούσες να την πάρεις, κι ας είχαν περάσει μήνες. Κι εσύ δε γύρισες. Κι εγώ εμπέδωσα ακόμα περισσότερο πως το «δύο» δε γίνεται εύκολα «ένα», γιατί αν ήταν έτσι θα ‘σουν ακόμα εδώ.
Ένας άνθρωπος σε ένα σπίτι για δύο. Κι ας γύρισα τότε πίσω να σε περιμένω, λίγες στιγμές αφότου έκλεισα την πόρτα βγαίνοντας για να ηρεμήσω. Επιστρέφοντας δε βρήκα εσένα, βρήκα όμως εκείνο το σπασμένο μπουκάλι που μαρτυρούσε τον καβγά πριν φύγεις. Σηματοδοτούσε και το σπάσιμό μας. Στα σκουπίδια κατέληξε κι αυτό.
Ήξερα ότι ήσουν στον σταθμό, στην αίθουσα αναμονής, να περιμένεις να φύγεις όσο πιο μακριά μπορούσες. Έτσι έπρεπε, εφόσον ολοκληρώθηκες. Κι ας κόπηκα εγώ. Και μέσα σε σκέψεις πέρασε η ώρα, κι ήξερα ήδη ότι είσαι μακριά. Και τώρα, τόσους μήνες μετά, βλέπω τα τρένα να φεύγουν και να έρχονται κι εσύ να μη γυρνάς.
Και το «δύο» μας δεν έγινε «ένα». Μείναμε δύο στο «μαζί», δύο και στο «χώρια», δύο και μόνοι τους και το μόνο που κράτησα από εσένα ήταν μία ξεχασμένη οδοντόβουρτσα και μία συγγνώμη που δεν εννοούσες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη