«Αν περάσεις αυτήν την πόρτα, τέλος!» Αυτή η φράση θα αντηχεί ραγίζοντας το άκουσμά μου για χρόνια. Ένα βήμα πριν το μετά. Μία γενναία απόφαση να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου. Σε αυτά τα χέρια που σε τύλιξαν, σε περιποιήθηκαν, στα ‘δωσα να τα κρατάς περπατώντας στον δρόμο για να μη φοβάμαι.
«Η ζωή μου μού ανήκει» είπα κι έκανα βρόντο, καθώς επικαλούμουν φυγή θεαματική. Και το σώμα μου ριγούσε, τρίκλιζε, παθολογικά σχεδόν αρρώσταινα με τούτη τη δήθεν γενναία μου απόφαση.
Δεν ήθελα να κοιτάξω τα μάτια σου τελευταία φορά, ούτε να σου πω πόσο σ’ αγαπάω, αυτό εξάλλου ήταν αδιαπραγμάτευτο. Δεν ήθελα γενικά να φανώ μελοδραματική και προβλέψιμη, υποκύπτοντας σε κλισέ, γιατί τα πολυφορεμένα σκηνικά με είχαν πλέον κουράσει.
Όταν φεύγεις από κάπου, λένε, όταν κάνεις ηρωική έξοδο, νιώθεις λες κι είσαι κοντά στο μόνο πράγμα που φοβάται όσο τίποτα κάθε άνθρωπος: τον θάνατο. Κι όλες οι στιγμές σου περνάνε σαν ένα κακό déjà vu μπροστά απ’ τα μάτια σου, που δε δημιουργούν κάτι άλλο από μία ιστορία που καλώς ή κακώς δε θα ‘θελες να διαβάσεις κάποια κεφάλαιά της, γιατί αυτό το βιβλίο δεν ήταν, τελικά, και πολύ του γούστου σου.
Κι έτσι είδα το πρώτο μας φιλί, σε ένα παγκάκι που κανένας δε μας έβλεπε, μες στο μισοσκόταδο, να ζωντανεύει η καρδιά μου και το μυαλό μου να αρχίζει να συλλαβίζει ύπουλα κι επαναλαμβανόμενα το όνομά σου -τώρα ακόμα κι η προφορά του με παιδεύει.
Κι έτσι είδα όλες μας τις υπέροχες στιγμές, τις νυχτερινές βόλτες με τη μηχανή σε θάλασσες που πλέον ξεχνάω μέχρι και πού τις βρήκαμε, τα γέλια μας, το πόσο πολύ σου άρεσε να με πειράζεις κι εγώ να κάνω ότι ενοχλούμαι απλά και μόνο για να κερδίζω παραπάνω αγκαλιές.
Και μετά είδα κι εκείνη τη φορά που επέστρεψα σπίτι κι εκείνο είχε γίνει μαυσωλείο απ’ τα κεριά και τα λουλούδια, με τη συνοδεία μιας γλυκιάς μπαλάντας και τον γελοίο σου χορό, σε μια προσπάθεια να με πείσεις για τις ικανότητές σου στο βαλς.
Είδα έρωτα. Λίγο πριν το μαύρο. Τα πάντα λίγο πριν το απόλυτο τίποτα.
Οι άνθρωποι ζουν για να ερωτευτούν. Αν δεν ερωτευτούν, συμβιβάζονται. Κι εγώ δεν έμεινα μαζί σου από έναν συμβιβασμό. Έμεινα γιατί μέσα απ’ τα τόσα τρισεκατομμύρια άτομα σε αυτόν τον πλανήτη, ερωτεύτηκα εσένα. Κι ήταν τιμή μου που μπόρεσα να ζήσω μαζί σου όσα έζησα, ακόμα κι αν ίσως αποδείχθηκες κατώτερος των περιστάσεων.
Κι έτσι επέλεξα τον εαυτό μου. Κι οι φωνές απ’ τον καβγά σου που ακόμα βουίζουν στον διάδρομο κάνοντας αντίλαλο όπως φεύγω με τρελαίνουν, και προσπαθώ να τις σβήσω απ’ τη μνήμη μου ήδη.
Δε θέλω να σε θυμάμαι έτσι. Έτσι δε θα ‘θελα να ‘χες υπάρξει. Έτσι δε θα ‘θελα να σε ερωτευόμουν. Κι εκείνο το γαμημένο το ασανσέρ δεν κατεβαίνει γρήγορα και δεν μπορώ να πάρω αέρα, να βγω έξω, να ξεφύγω από ό,τι έχει κάτι από ‘σένα.
Μία στιγμή και θυμήθηκα αυτή την έκρηξη που σου χρωστούσα, αλλά δεν είχε νόημα γιατί τίποτα δε θα πονούσε όσο πονάω τη στιγμή που φεύγω.
Ξέρεις κάτι, αγάπη μου; Ένα βήμα και τέλος. Επιλέγω αυτό το βήμα για να φύγω από ‘σένα κι ό,τι σε περιβάλλει. Ένα ασταθές δειλό μου βήμα κι έπειτα μας χτυπάει την πόρτα το μετά.
Το μετά χωρίς εσένα θα ‘ναι άδικο, μωρό μου. Μα οι άνθρωποι ερωτεύονται, αγαπιούνται, τα κάνουν όλα πουτάνα, χωρίζουν και ξαναγεννιούνται. Γιατί ένας άδοξος έρωτας είναι η αρχή μίας μεγάλης ανάγκης: Της ανάγκης του να αγαπάς και να σέβεσαι τον εαυτό σου.
Και μετά από αυτά θα αντιμετωπίσω και το μετά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη