«Τι θέλω». Αυτό με ρώτησες. Κι ενώ εκείνη την ώρα πέρασαν ένα εκατομμύριο σκέψεις απ’ το μυαλό μου, απάντησα αυτό που με βεβαιότητα ήταν για εμένα το σημαντικότερο όλων. «Να ‘ρθεις».
Έλα, ακόμα κι αν είναι για να φύγεις το ίδιο βράδυ. Ας είναι απλώς για να μας βρει μονάχα μία χειμωνιάτικη ημέρα μαζί. Ας μείνεις για πάντα το «αν» μου κι εγώ το «ποτέ» σου. Φτάνει να μ’ αγαπάς.
Έλα, λοιπόν, ένα πρωί. Να γυρίσουμε τους δρόμους μαζί. Να περπατήσουμε ανάμεσα στο χάος μιας μεγάλης πόλης γεμάτης άχρωμους ανθρώπους που αρνούνται να αναγνωρίσουν την αξία των συναισθημάτων τους. Εκείνων των ατόφιων, των απόλυτων, που ξέχασαν να ζουν και βολεύτηκαν να μην τα διεκδικούν. Εκείνοι, όχι εμείς.
Ας κάνουμε χιλιόμετρα και καθώς θα περπατάμε σαν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο, θα σου μιλάω γι’ αυτά που μόνο μαζί σου μπορώ να συζητήσω. Και θα χαίρομαι διπλά, γιατί η παρέα σου αυτή ανάμεσα στην τόση μαυρίλα θα γεμίσει τις σκέψεις μου χρώμα.
Να κρατάμε ζεστό καφέ στο χέρι και να χαζεύουμε βιτρίνες κι ύστερα να μπλεχτούμε στα στενά με τη μυρωδιά απ’ τα καμένα ξύλα που καίνε τα σπίτια στις γειτονιές, σχηματίζοντας αυτό το μουντό νέφος που κάνει τη μέρα ακόμα πιο ιδανική για ζεστά ρούχα κι αγκαλιά.
Να μας βρει το μεσημέρι σε ένα μικρό κουτούκι που παίζει την αγαπημένη μας μουσική και να τραγουδάμε μαζί τους στίχους των τραγουδιών που δεν προλάβαμε να μας αφιερώσουμε. Να σε πειράζω για την παραφωνία σου και να σκέφτομαι κιόλας πως δε θέλω να ‘ρθει η ώρα να σε αφήσω.
Να φύγουμε μετά, να πάμε στη θάλασσα. Να πάμε μια μακρινή βόλτα με το αμάξι. Να σου δείξω εκείνα τα μέρη που μίσησα κι αγάπησα μαζί, εκείνη την καβάτζα που ‘χω για να πηγαίνω και να ηρεμώ όταν οι δαίμονές μου με κουράζουν πολύ για να τους χωρέσω σε ένα δωμάτιο. Να σου αποκαλύψω τα αγαπημένα μου μικρά καφέ που κουβαλούν τη νοσταλγία μιας άλλης εποχής.
Κι όσο θα γυρίζουμε όλα αυτά τα μέρη, θα ακούμε τέρμα μουσική. Βολεύει η ένταση, ίσα για να καλύπτει το χτυποκάρδι που όλο και θα μεγαλώνει όσο πλησιάζει η ώρα του αποχωρισμού.
Μα πριν το αντίο, έλα να προλάβουμε να κάνουμε ακόμα ένα-δύο πράγματα. Ας πάμε σινεμά να δούμε όποια ταινία κι αν παίζει. Να κάτσουμε σε ‘κείνα τα ασφυκτικά διπλανά καθίσματα, μες στο μισοσκόταδο, να ροκανίζουμε ποπ κορν, και να σκουπίζουμε τα χείλη μας απ’ το αλάτι. Να σχολιάσουμε κάθε λεπτομέρεια της ταινίας κι οι από πίσω να μας ψιθυρίζουν να σωπάσουμε. Να διαφωνούμε για το αν, τελικά, μας άρεσε το στόρι ή όχι. Να δούμε, βγαίνοντας απ’ την αίθουσα, τι άλλο παίζει αυτές τις μέρες και να συνειδητοποιήσω πως ό,τι κι αν παίζει δε θα το δω μαζί σου, άρα δε θα με νοιάζει και πολύ να το δω.
Και μετά να μας βρει το βράδυ. Η ώρα που φοβάμαι περισσότερο. Μα πριν φύγεις, έλα να πάμε να αράξουμε κάπου ψηλά. Να χαζέψουμε τα φώτα της πόλης να κοντράρουν τον μαύρο ουρανό κι οι άνθρωποι να μας μοιάζουν μια σταλιά από ‘κει πάνω, ανίκανοι να μας πειράξουν. Να φαίνονται όλα μικρά, και μέσα σ’ αυτή τη μικρότητα που ονομάσαμε ζωή να σου πω πως πίστεψα ότι δε βρέθηκες τυχαία στο δρόμο μου. Αυτό, ναι, θα το κρατήσω για την τελευταία μας στιγμή. Κι ας μη βγάλεις λέξη εσύ, θα σε κοιτάξω κι απ’ τα μάτια σου θα καταλάβω περισσότερα απ’ όσα θα μου ‘λεγε το στόμα σου ποτέ.
Λοιπόν, κάπου εδώ η μέρα μας τελείωσε. Μα προτού φύγεις, θέλω μια αγκαλιά. Απ’ αυτές που σου υπενθυμίζουν πως είναι να νιώθεις. Μια τέτοια. Μια δική σου αγκαλιά.
Κι ακόμη κι αν η μέρα μας περάσει, θα ‘χεις ‘ρθει κι εγώ θα χαίρομαι. Θα χαίρομαι γιατί τουλάχιστον ήρθες. Γιατί, τελικά, μ’ αγαπάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη