Με ακούς; Σε ‘σένα μιλάω, με το βλέμμα σιγουριάς και την αίσθηση νικητή χαραγμένη στο εγώ σου. Ξέρω, δεν ντρέπεσαι. Ίσως να ‘πρεπε όμως!
Δεν ντρέπεσαι που σήμερα μίλησες άσχημα στην οικογένειά σου. Άλλωστε, είσαι αποτέλεσμα όσων σε διδάξανε οι ίδιοι. Τόσα ξέρεις, τόσα υποθέτεις. Κι ας είδες τη μάνα σου να κλαίει κι ας μη σε επηρέασε καν.
Ξέρω, δεν ντρέπεσαι. Ούτε θυμάσαι που στον δρόμο για τη δουλειά έβρισες τον οδηγό στο λεωφορείο. Αυτόν που φροντίζει καθημερινά να ‘σαι εκεί που θες να πας, και που άκουσε τα εξ αμάξης επειδή άργησε να ‘ρθει δύο λεπτά κι έτσι θα πας λίγο αργότερα στη δουλειά σου. Μην το πεις πουθενά, αλλά υπάρχει λύση: Όποιος δε θέλει να αργεί, ξεκινάει νωρίτερα.
Κι έπειτα, όταν έφτασες στο γραφείο, δεν ντράπηκες να προσβάλεις τη συνάδελφό σου, γιατί ξέχασε να κάνει κάτι τόσο ασήμαντο που χρειαζόσουν μόνο μία στιγμή να το διορθώσεις. Κι όμως, σε έκανε να αισθάνεσαι άνω ποταμών.
Κι έπειτα τα ‘ψαλες στον υπάλληλο στο μαγαζί που πήγες να ψωνίσεις. Αργούσε, βλέπεις, να σου φέρει αυτό που δήθεν είχες πια τόση ανάγκη στη ζωή σου, ενώ ουσιαστικά έψαχνες κάτι να περάσει η ώρα. Δε σκέφτηκες στιγμή ότι είναι απλά ένας άνθρωπος που δουλεύει μέσα στον τρέξιμο και τον πανικό, όχι κάνας υπερήρωας.
Δεν ντράπηκες να σκεφτείς τους ανθρώπους γύρω σου και τον αντίκτυπο που έχει η συμπεριφορά σου σε αυτούς. Δεν ντρέπεσαι γιατί πάντα έχεις δίκιο, σωστά; Είσαι αλάθητος κι άτρωτος. Ανώτερος και πιο άξιος από άλλους, ε;
Μίλησέ μου για τη ζωή σου. Υποθέτω είχες τραυματικά παιδικά χρόνια, δίχως αμφιβολία, με δύο γονείς να σε λατρεύουν και να σου προσφέρουν τα πάντα, ενώ στην ουσία ούτε αυτά ήταν ποτέ αρκετά για ‘σένα. Έχεις ακούσει για κάτι παιδιά που μεγάλωσαν ορφανά, χωρίς γονείς, χωρίς μητέρα και πατέρα; Μπα, γιατί να σε αφορά εσένα αυτό;
Λες ότι η ζωή σου είναι δύσκολη και σε ρωτάω, δεν ντρέπεσαι; Σήμερα πάλι είπες στους παιδικούς σου φίλους ότι έχεις δουλειά αποφεύγοντας τον συνηθισμένο σας καφέ, ενώ απλώς βαριόσουν. Γιατί τόση αξία έχει για εσένα το εγώ σου, μπαίνει πάνω απ’ τους ανθρώπους που καμώνεσαι πως αγαπάς.
Κι εκείνο το γατάκι που κλότσησες στον δρόμο γιατί ενοχλούσε το οπτικό σου πεδίο, δεν είχε ύπαρξη, δεν ήταν πλάσμα του πλανήτη που κατοικείς, ήταν ένα παράσιτο που ενοχλούσε.
Ύστερα είναι αυτός ο άνθρωπος. Ξέρεις, αυτός που ήταν πάντα δίπλα σου στα στραβά, στα καλά, στα γέλια και τα κλάματα. Εκείνος που στα ‘δωσε όλα χωρίς να κρατήσει κάτι για τον εαυτό του, ενώ εσύ όλο απορροφούσες σαν σφουγγάρι τα πάντα. «Δώσε μου, δώσε μου, δώσε μου» φώναζε όλο σου το είναι. Όμως ο έρωτας είναι δούναι και λαβείν, όχι μια εγωιστική πράξη, δορυφόρος του πλανήτη «εγώ».
Και τώρα κάπου κάθεσαι και κοπανιέσαι που τον έχασες. Και τα ψέματά σου, ο εγωισμός σου, η έπαρση μην τυχόν φανείς ευάλωτος, η ζέση σου να σε ‘σαι σκληρός απέναντι σε καθετί που ερχόταν υπέροχο στη ζωή σου, σε έφερε εδώ.
Και τώρα αναρωτιέσαι πού είναι. Και δεν ντρέπεσαι ακόμα για τα βράδια που τον έκανες να αγωνιά, να κλαίει, να τρελαίνεται, να σε ψάχνει. Συγκάλυπτες απλά την αφεντιά σου προφυλάσσοντάς την απ’ τα όμορφα, γιατί αδυνατούσες να παραδοθείς σε κάποιον άλλο πέραν του εαυτού σου.
Όλοι εκείνοι που σήμερα χλεύασες, ειρωνεύτηκες, υποτίμησες, πρόσβαλες, μείωσες, θα μείνουν να σου θυμίζουν ότι η συμπεριφορά σου είναι ο μόνος λόγος που νιώθεις απομονωμένος, που οι άνθρωποι που σε περιβάλλουν δε νοιάζονται στ’ αλήθεια για ‘σένα. Σίγουρα θα αναρωτιέσαι πού είναι όσοι έχασες, ίσως μάλιστα εμφανιστεί ένα τσίμπημα μεταμέλειας. Ίσως κι όχι.
Δε νιώθετε τύψεις μερικοί, το ξέρω. Μα θα έπρεπε. Γιατί μόνο έτσι θα αποφύγετε την αποφράδα στιγμή που θα ντραπούν οι άλλοι για εσάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη