Είναι αργά και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Είναι αργά και μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα κλείνω κι εγώ τα μάτια. Τίποτα. Κενό. Δε με πλημμυρίζουν πια εικόνες. Το απόλυτο μαύρο δε θα σε φέρει δίπλα μου, ούτε απόψε. Κι όσο οι κραυγές μες το κεφάλι μου καλούν με κλάματα κι αναφιλητά τις νύχτες που μία και μοναδική μου έννοια ήταν να ξημερώνω στο πλάι σου, πέφτω μούρη με μούρη με τον εγωισμό και τη σωφροσύνη μου που καιρό σε έχουν στείλει βόλτα στα άδυτα.
Είναι αργά και ξέρεις καλά πόσο καρδιοχτυπώ στο σκοτάδι. Μου θυμίζει όλες εκείνες τις στιγμές που όλες μας οι αισθήσεις καταρρίπτονταν. Όλες εκτός από μία. Της αφής. Άγγιγμα σήμαινε για εμάς να γδύνουμε το μέσα μας και μαζί να ικανοποιούμε τον διακαή μας πόθο.
Το χέρι σου ακουμπισμένο στο δικό μου. Μετά στο λαιμό μου κι έπειτα στη μέση μου αρπάζοντάς με για τα πλεονεκτικά σου πολλά τελευταία φιλιά πριν την καληνύχτα.
Είναι απ’ αυτά τα βράδια που το σώμα ριγεί λες και παθαίνει σύνδρομο στέρησης εξαιτίας της ξαφνικής σου απουσίας. Κι ας μιλάνε για ουσίες, η μόνη ουσία που λείπει για εμένα απ’ εδώ απόψε είσαι εσύ.
Είναι αργά. Και δε χαμογελώ απόψε. Γιατί απ’ το όλο βρέθηκα στα αζήτητα. Μηχανικά. Μηχανικά ελέγχω τη ζωή μου, μηχανικά το μυαλό μου, μηχανικά τις παροδικές μου σχέσεις και συναναστροφές μετά από εσένα.
Εξάντληση και φθορά. Όσο ενοχλητικά κουραστικό είναι που φθάρθηκα, άλλο τόσο είναι και το γεγονός πως ακόμη λείπεις. Μάλλον δε λείπεις. Μου λείπεις.
Είναι αργά. Και καμία θέση δε γεμίζει δίπλα μου. Δεν έχω την ανάγκη να γεμίσει το βαθούλωμα στο κρεβάτι μου. Όχι απ’ τον οποιονδήποτε τυχάρπαστο. Άφησε το ίχνος του κορμιού σου κι απόψε, θέλω να το γεμίσεις μόνο εσύ.
Σε πόσα κενά κρεβάτια αφέθηκα για να καταλάβω ότι αυτή τη θέση την είχες καταλάβει.
Απ’ τα πάντα στο τίποτα και λίγο χειρότερο απ’ τον πάτο. Δεν έχει λίγο τίποτα ή πολύ. Είναι απλώς κενό. Σαν μία λευκή σελίδα που πρέπει να βρεις νέα πένα για να γράψεις. Κι αδιάλλακτα επιλέγεις να μη την ψάξεις καθόλου στο συρτάρι που κλειδαμπαρώθηκε μες το μυαλό σου.
Είναι αργά. Κι εγώ μες την τύφλωση του σκοταδιού αναζητώ τη σκιά σου στο πλάι μου. Η ατμόσφαιρα πλημμυρίζει απ’ το άρωμά σου. Θόλωσα. Μου λείπεις, ακούς; Μα ξέρω δεν πρέπει.
Δε νιώθω. Πόσο αυτή η ανυπαρξία χτυπάει τη φλέβα μου για να βρω ό,τι έχασα απ’ τη χειμαρρώδη δοτικότητα μου στο μηδέν.
Μηδενική κι η ώρα μου χτυπάει επίμονα σαν μπλοκαρισμένο ξυπνητήρι για να μου πει ότι σε λίγο πρέπει να σ’ αφήσω πάλι. Έρχεται πρωί. Κι είναι νωρίς πια. Νωρίς κι αργά για άλλη μία μέρα. Αυτή είναι κι η μεγαλύτερή μας τιμωρία. Πόσες τέτοιες ανατολές μου έκλεβες τον ύπνο παρέα με ξεχασμένες αναπνοές; Δική μου τιμωρία καταλογίζεται γιατί με απογοήτευσες όταν δεν πίστεψα πως ήσουν εκείνος ο άνθρωπος που αποκαρδιώνει άλλους ανθρώπους και δική σου γιατί έσπασες το μοναδικό άνθρωπο που όντως σε αγάπησε, χωρίς να κοιτάζει όρια και σύνορα.
Όλος ο κόσμος ήταν δικός μας, αρκεί να το θέλαμε μαζί. Αυτή η αγάπη μπορούσε να σπάσει φράγματα και καλούπια , να ρίξει υψωμένα τείχη, να πολεμήσει για έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο αληθινό, -όχι σαν τον ψεύτικο που τελικά μας χώρεσες. Εσύ όμως αγάπησες την ιδέα μου. Όχι εμένα.
Είναι νωρίς. Και τα μάτια μου κλειστά παίρνουν γενναία απόφαση ν’ ανοίξουν και πάλι αντικρίζουν μαύρο. Απόλυτο χάος.
Ξαφνικά θυμάμαι ν’ ανάψω ένα κερί. Τι να το κάνω το πρωί η τρελή; Κάθομαι και το παρατηρώ. Η φλόγα του διαπερνά τις κόρες των ματιών μου κι εγώ συνεχίζω κι αντικρίζω καταχνιά. Τι μου συμβαίνει; Μάλλον κατάλαβες. Αυτή είμαι χωρίς εσένα. Μια τυφλή-τρελή.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου