Δύσκολοι καιροί κι οι ιστορίες για πρίγκιπες. Τους αφήσαμε στην άκρη κάπου σε ένα άλμπουμ σκονισμένο από τον καιρό, κλεισμένο στο πατάρι του σπιτιού μας. Σε ένα άλμπουμ γεμάτο φωτογραφίες, τότε που δε μας ένοιαζε αν θα ρεζιλευτούμε μπροστά στο φακό. Δεν είχαν σημασία τα ρούχα που φορούσαμε ούτε κι αν ήταν βαλμένα ανάποδα γιατί το φόντο πλημμύριζε από χαμόγελα. Δε μας είχε μάθει κανείς πως ακόμα και τότε οι άνθρωποι σε έκριναν από τα ρούχα, από μία εικόνα κι ένα δήθεν που θεωρούσαν, τάχα μου, πρέπον.
Πρέπον. Μεγάλη λέξη καθώς κανένας δε δύναται να του δώσει υπόσταση. Τα πρέπει έχουν διαφορετικά μήκη και πλάτη και διαφορετικούς χαρακτήρες να τα πλαισιώνουν. Κι έτσι αρκεστήκαμε στα κοινά πρέπει της δήθεν εκσυγχρονισμένης κοινωνίας που το μόνο που έμαθε, είναι να κρίνει έτσι καταδικαστικά χωρίς να ανακαλύπτει ιστορίες πίσω από τη ζωή κάθε ανθρώπου.
Κι αν το κλίμα αρχίζει να γίνεται βαρύ, ας πάμε σ’ αυτά τα άλμπουμ. Εκεί που γελάσαμε με φίλους μας, ακόμα κι αν δε μιλάμε πια. Κι ας χώρισαν οι ζωές μας. Εκεί, που μας καλούσαν σπίτι τους για τρελές νύχτες με πιτζάμα πάρτι κι ας πέρασαν τόσα χρόνια που δεν έχουμε πει ούτε γεια. Οι δάσκαλοι κι οι καθηγητές μας που μας κυνηγούσαν στο προαύλιο του σχολείου να μαζευτούμε στην τάξη για μάθημα ενώ εμείς θέλαμε μόνο να απολαύσουμε το παιχνίδι. Και κάποιοι συμμαθητές μας που μάλλον δε γνωρίζουμε πλέον τι έχουν απογίνει με τις ζωές τους. Τέλος, ήταν κι εκείνοι που κρατήσαμε επαφή ως τώρα και στην καλύτερη των περιπτώσεων δε θα χάσουμε επαφή ποτέ.
Σ’ εκείνα τα άλμπουμ βάλαμε υπογραφή με τα χαμόγελά μας. Και σφραγίσαμε υποσχέσεις να μη χωρίσουμε ποτέ ακόμα κι αν η αλήθεια ήταν κάπως διαφορετική. Δε μας ένοιαζε η λάσπη στα πόδια και τα χέρια μας ούτε τα χτυπήματα από το ποδήλατο ακόμα κι όταν μας κυνηγούσαν οι γονείς μας να πάμε μέσα για ύπνο. Εκεί που συζητούσαμε με πολύ σιγουριά για το μέλλον μας. Κάποιοι θέλαμε να γίνουμε γιατροί, άλλοι δικηγόροι, δάσκαλοι. Έτσι μας έμαθε η κοινωνία από παιδιά. Μερικοί ήθελαν να γίνουν αστροναύτες, ζογκλέρ, συγγραφείς, ήρωες.
Κι ήταν τόσο εκρηκτικοί οι τσακωμοί μας για τις τάπες που παίζαμε παιδιά που τώρα μας φέρνουν γέλια. Κι ήταν και πάντα εκείνος ο φίλος που είχε μαζέψει τις περισσότερες και νόμιζες ότι είναι ο πιο σπουδαίος στην παρέα. Κι αυτός ο άλλος που πάντα το έπαιζε ο μεγαλύτερος, το αφεντικό και σας έστηνε στρατιωτάκια για την αναμνηστική φωτογραφία. Και ο διάσημος της παρέας που πάντα τα πήγαινε καλά με όλα τα παιδιά στο παιχνίδι κι εμείς οι αντικοινωνικοί που θέλαμε πάντα την ησυχία μας με αυτούς τους δύο-τρεις που είχαμε επιλέξει.
Σ’ αυτά τα άλμπουμ κάναμε σχολικές εκδρομές μαζί τους. Και παίξαμε κρυφτό και μετρούσαμε μπάνια, παγωτά και βαθμούς γιατί το Α από το Α’ είχε διαφορά για εμάς. Αργότερα βέβαια μάθαμε να ζητάμε μόνο το πεντάρι στη σχολή για να περάσουμε, έστω, το άτιμο το μάθημα.
Και λίγο μεγαλύτεροι σε αυτά τα άλμπουμ μπήκαμε στην εφηβεία με τους φίλους μας. Αποθανατίσαμε τις πρώτες μας εξόδους. Τα πρώτα μας ξενύχτια. Τα νεύρα μας τα κλάματα, τις καφρίλες στο λύκειο, εκείνη την πενθήμερη που δεν ξεχάσαμε ποτέ. Τις πρώτες μας διακοπές χωρίς γονείς όταν νομίζαμε ότι πλέον όλος ο κόσμος μας ανήκει.
Βλέπεις η διαφορά του παιδιού με τον ενήλικα είναι ότι το παιδί δε σταματά ποτέ να ονειρεύεται. Κι αυτό δεν μπορεί να του το πάρει κανένας. Κι εμείς, αν και πλέον ενήλικες, πρέπει να ονειρευόμαστε. Κι έχουμε εκείνα τα άλμπουμ τα ατημέλητα, που ήμασταν ο εαυτός μας να μας θυμίζουν να συνεχίζουμε. Κι αν κάτι δεν μπορεί να μας πάρει έτσι η ζωή είναι να ονειρευόμαστε. Και μαζί μ’ αυτούς που κρατήσαμε, αυτούς που έφυγαν ή αυτούς που χάσαμε, να κλείσουμε λίγο τα μάτια και να γυρίσουμε στην πλατεία της γειτονιάς μας. Έτσι, για έναν ακόμα ξέγνοιαστο γύρο κρυφτό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου