Πόσες φορές έχεις πει «έλα μωρέ, πλάκα κάνω», ενώ ξέρεις πως αυτό που μόλις είπες το εννοείς κανονικότατα και στην ουσία μόνο πλάκα δεν ήταν; Κι όμως, είναι φορές που όταν λέμε πως κάνουμε πλάκα κρύβουμε μια μεγάλη αλήθεια: Ότι εννοούμε αυτή την πλάκα. Πίσω από τις πολλές πλάκες, λοιπόν, κρύψαμε εκείνα που θέλαμε να πούμε όταν δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Τους φόβους μας, ακόμα και την καψούρα μας –αν θες– για κάποιον, γιατί τρεμάμενοι να μιλήσουμε ευθέως, βρήκαμε έναν πλάγιο και άμεσο τρόπο να εκφράσουμε όλα όσα θέλαμε μέσα από το καμουφλάζ του χιούμορ.
Η πλάκα μας, όμως, πηγάζει από ένα ενδότερο κομμάτι μέσα μας που κρύβεται κάπου μεταξύ της ψυχής και του υποσυνείδητού μας. Είναι τρόπον τινά μία ακραία ψυχολογική κατάσταση που κατά βάση σχετίζεται με το άγχος και το δέος ενός ανθρώπου να εκφράσει δια της ευθείας οδού γνώμες, απόψεις, αντιλήψεις και γούστα που θα τον κάνουν να νιώσει πως είτε θα παρεξηγηθεί είτε θα πληγώσει κάποιον κι έτσι βρίσκει διέξοδο στο χιούμορ.
Μία πλάκα είναι ένας τρόπος έμμεσης επικοινωνίας, λοιπόν, με άλλους ανθρώπους, όταν δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να εκφράσουμε εκείνα τα οποία στο μυαλό μας μοιάζουν φοβερά και ανεξήγητα λόγω ισχυρού φόβου.
Κι ο φόβος αυτός πηγάζει παράλληλα κι από τον φόβο της απόρριψης. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την πλάκα-χιούμορ για να μην απορρίπτονται από το πλήθος, να μην παρεξηγούνται, να μη νιώσουν ότι γίνονται αντιπαθείς. Το να χρησιμοποιούν, λοιπόν, μία δόση χιούμορ θεωρούν πως διατηρούν τη μεστότητά τους κι έτσι και τη συναναστροφή τους με τους δέκτες τους.
Έτσι, γενόμενοι πομποί μίας κατάστασης κάνουμε χαβαλέ για αυτήν για να μπορούμε να περάσουμε κάποιο μήνυμα χωρίς φόβο και χωρίς να νιώσουμε ότι τραβάμε τόσο τα σχοινιά για εμάς όσο και για όσους μας ακούνε.
Τέτοιου είδους πλάκες μπορεί να συμπεριλαμβάνουν σχόλια για τον άλλον, την εκδήλωσή μας για το συναισθηματικό τοπίο μέσα μας απέναντι σε κάποιον, την αλήθεια μας για αυτούς που θα τη δεχτούν ως πλάκα και βέβαια τον αυτοσαρκασμό μας.
Έπειτα, ο αυτοσαρκασμός είναι ένα βασικό στοιχείο όταν πούμε πως κάνουμε πλάκα για να δείξουμε πως ο πρώτος άνθρωπος που ουσιαστικά περιπαίζουμε λεκτικά είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Είναι τελικά εκείνος που κινεί τα νήματα για εμάς και τις αντιδράσεις μας κι εκείνος που ελέγχει και κατευνάζει τον φόβο για να διατηρεί την εσωτερική μας ηρεμία.
Ως μέσο επικοινωνίας, λοιπόν, μια πλάκα, θα μπορούσε να θεωρηθεί κι ως «τρικάκι» για να μπορούμε να κατευνάζουμε τα πνεύματα όταν υπάρχει μία διαφωνία ή μία κατάσταση που θέλουμε απεγνωσμένα να ξεφύγουμε απ’ αυτήν αποφεύγοντάς την πανηγυρικά.
Για να μην ξεφύγουμε απ’ τα όρια μίας πλάκας ωστόσο, θα πρέπει να θέτουμε κι ένα φρένο στο μυαλό μας, να έχουμε κάποιον τυπικό αυτοέλεγχο, ώστε να μην καταλήξει αυτή η πλάκα προσβλητική ή οδηγήσει ακόμα και σε μία κατάσταση κάπως αμήχανη που θα εντείνει το αίσθημα του φόβου.
Πρέπει να μαθαίνουμε να βάζουμε μέτρα και σταθμά σε αυτά που αισθανόμαστε και γενικά όπως λέγαν κι οι παλιοί «να βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσουμε για οποιοδήποτε θέμα». Έτσι, δημιουργούμε ασφάλεια και στον περίγυρο μα κυρίως στον ίδιο μας τον εαυτό.
Εσύ; Πόσες φορές έχεις πει «Μα πλάκα κάνω», ενώ στην πραγματικότητα το εννοούσες;
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα