Τίτσου. Μία λέξη τόσο οικεία και τόσο αγαπημένη, ειδικά αν είσαι φοιτητής. Κι ενώ αυτό το παιχνίδι έχει στιγματίσει σίγουρα τα χρόνια που πέρασαν σε κυλικεία κι αμφιθέατρα, ακόμα κι αν αυτά περάσουν, θα θυμάσαι πάντα εκείνες τις ατελείωτες μαζώξεις στην καφετέρια που επιλέξατε κάποτε ως στέκι σας με την παρέα σου για να δημιουργήσετε εκεί μέσα τις πιο τρελές σας αναμνήσεις!
Αυτές οι πολύωρες συγκεντρώσεις –ακόμα και σε περίοδο εξεταστικής και με τον κίνδυνο να κοπείς στο μάθημα να γίνεται σχεδόν βεβαιότητα– κρίνονται αναγκαίες αν θες να θεωρείσαι master στο παιχνίδι. Παραδέξου το, το ‘χεις κάνει κι εσύ. Έκανες δεύτερο σπίτι σου εκείνη τη ρημάδα την καφετέρια, κλείνοντας οριακά οκτάωρα στοχεύοντας σε εκείνη τη νίκη μίας ακόμα παρτίδας.
Εξάλλου, το τίτσου απαιτεί το χρόνο σου και την προσήλωσή σου, δεν αποτελεί απλά ένα ακόμη παιχνίδι με χαρτιά. Θέλει στρατηγική, προσοχή, καλή μνήμη και πολλή σκέψη. Ξεκινάς χαλαρά πιστεύοντας ότι δε θα γίνεις φανατικός και καταλήγεις να μετράς ακόμα και πόσα τριάρια έχουν πέσει, με την ελπίδα το δεκάρι που σου έχει απομείνει να είναι αρκετό για να σε βγάλει απ’ το παιχνίδι πριν τον τελευταίο. Όχι, δεν είναι ναρκωτικό, δεν παύει όμως να ‘ναι εθιστικό. Δεν αργεί να σου γίνει κόλλημα κι έμμονη ιδέα, τουλάχιστον συγκριτικά με άλλες εξαρτήσεις δε βλάπτει την υγεία σου. Ακονίζει, όμως, το μυαλό σου. Η σχέση σου με το τίτσου είναι καθαρά εγκεφαλική.
Με τι μοιάζει; Οι περισσότεροι λένε πως τους θυμίζει κάτι από μπιρίμπα και πόκερ, μα με εντελώς διαφορετική όψη και παίξιμο. Μπόμπες, είτε απλές είτε κέντα χρώμα, διφυλλίες, μονοφυλλίες με κυρίαρχους σε αυτές τους αγαπημένους άσσους, τον φοίνικα και τον δράκο, το γνωστό απ’ το πόκερ “full house” αποτελούν βασικά συστήματα στη ροή του παιχνιδιού. Υπάρχει και το ένα και μοναδικό “MahJong” που ο τυχερός παίχτης που θα το λάβει μετά το μοίρασμα όλων των φύλλων της τράπουλας έχει το χέρι πάνω του και ξεκινά το παιχνίδι.
Το τίτσου θέλει μέτρημα και πολλή συγκέντρωση. Υπάρχουν δύο αναγγελίες. Η μία κρίνεται στο μοίρασμα των πρώτων οκτώ φύλλων της τράπουλας που αν είναι καλά κατά την κρίση σου μπορείς να πεις “Grand titcu” χαρίζοντας στην ομάδα σου 200 βαθμούς σε περίπτωση που βγεις πρώτος και το κλασικό “titcu”, μετά το πέρας του μοιράσματος όλων των φύλλων που σου δίνει 100 πόντους, αν βγεις πρώτος, στην αντίστοιχη περίπτωση.
Η κάθε παρτίδα λήγει στους 1000 πόντους δίνοντας στη νικήτρια ομάδα την ικανοποίηση, την ανακούφιση και τη χαρά των πανηγυρισμών αλλά και την ευχαρίστηση της καζούρας των ηττημένων. Όμως όταν παίζεις τίτσου, ξέρεις πως ποτέ μία παρτίδα δεν είναι αρκετή για να χορτάσεις και να μη θες να πεις τη μαγική φράση «πάμε άλλη μία;».
Δε πα’ να έρχεται και κατακλυσμός, δε πα’ να κοπείς και στο μάθημα κι ανάθεμα κι αν πάτησες σε καμία παράδοση φέτος. Όλοι ξέρουν πού θα σε βρουν. Τα στέκια σου είναι κάπου ανάμεσα στο κυλικείο της σχολής και στην καφετέρια που αράζετε συνήθως με τα παιδιά, περιμένοντας το φίλο σας, που αποφάσισε εκείνη τη μέρα να πάει για μάθημα ή άργησε απλά να ξυπνήσει (πιο πιστευτό), όσο τον κράζετε γιατί δε βρίσκετε άλλον για τέταρτο παίχτη.
Εννοείται πως κουβαλάς πάντα τράπουλα πάνω σου κι όπου σταθείς και βρεθείς, έτσι για να περάσει η άτιμη η ώρα, πετάς την κλασική σου πια ατάκα «Παιδιά, τίτσου κανείς;». Επιλέγεις πάντα το φιλαράκι που θεωρείς δυνατότερο στο παιχνίδι για συμπαίκτη σου και γίνεσαι εκνευριστικά ανταγωνιστικός. Γιατί όταν δε νικάς στο τίτσου έχεις κάθε λόγο να γίνεσαι έξαλλος -όλοι το ξέρουν αυτό! Φιλίες και σχέσεις διακινδύνεψαν να χαλάσουν για τα σκυλάκια, ένα αβάσιμο “grand titchu” που τελικά δε βγήκε κι ένα λάθος παίξιμο φύλλου. Δεν κάνουν αστεία με αυτά, παιδιά.
Ό,τι κι αν πούμε είναι μία λατρεία αυτό το παιχνίδι. Μία λατρεία που αν είσαι φοιτητής δε την αλλάζεις για κανένα λόγο. Μόνο πρόσεχε, τόσο καλά που το έχεις μελετήσει, μην τυχόν και στη εξεταστική ζητήσεις ένα πενταράκι απ’ τον καθηγητή σηκώνοντας το MahJong.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη