Επίπονα τα βράδια. Σου δίνουν τροφή για σκέψη. Κάπνα παντού και τα μάτια σου θολωμένα και φορτωμένα δάκρυα έτοιμα να τρέξουν σαν ποτάμι. Τσιγάρα που σβήνουν το ένα μετά το άλλο, ακόμα και αν φτάσεις στο σημείο να καρκινιάσεις. Δε σε νοιάζει η βαριά φωνή, που με το ζόρι ψελίζει, μουρμουρίζοντας κακίες και το μπουκάλι με το κρασί έγινε ο καλύτερός σου φίλος. Σε βοηθάει να ξεχνάς λίγο. Απόψε μόνο σκέψη. Και φυγή καμία.
Ήρθε πάλι στο μυαλό σου. Απόψε και κάθε απόψε. Έμεινες με λυγμούς να κοιτάζεις τις στιγμές σας να φεύγουν σαν αστραπές που ξεσπούν μέσα στην καταιγίδα. Γιατί τόση καταιγίδα, ρε μάτια μου; Θα γυρίσει. Να μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Τώρα πονάς. Και είναι απόλυτα κατανοητό. Κλάψε γιατί πρέπει να ξεσπάσεις, ξόρκισέ τα όλα από μέσα σου. Βγες, πιες ό,τι δηλητηριώδη ουσία δεν έχεις κατεβάσει καιρό και βγαλ’ τα όλα. Μην ξεχάσεις όμως μαζί να βγάλεις και ό,τι ένιωσες από μέσα σου. Σταμάτα να πνίγεσαι. Θα γυρίσει σου λέω.
Πώς μπορείς κι αγαπάς έναν τέτοιο άνθρωπο ακόμα, θα αναρωτιέσαι. Υπάρχει κι εδώ μία απάντηση. Εσύ αγάπησες ατόφια. Αυτό το υποκείμενο ποτέ του. Κι ούτε πρόκειται να αγαπήσει αληθινά ποτέ του. Οπότε ξεπέρνα τη σκέψη του «δε θέλω να αγαπήσει άλλον άνθρωπο όπως εμένα, όσο εμένα» και πιάσε πισθάγκωνα τη λογική μέχρι να τη φέρεις μπροστά -έστω και με απίστευτη προσπάθεια ώσπου να απελευθερωθείς στα ίδια σου τα μάτια.
Δε θα σε ξεχάσει ποτέ. Ήξερε τι πούλαγε όταν το πούλαγε. Έναν άνθρωπο αυθεντικό, ατόφιο, ειλικρινή, που ήξερε να δίνει έντιμα και με μαγκιά την αγάπη του. Όταν γυρίσει όμως, όσο κι αν χτυπιέσαι, να μην το δέχεσαι. Πρέπει να έχεις φύγει ήδη. Πρέπει. Όχι «θα» έχεις φύγει, μα πρέπει.
Θυμήσου πόσο άκαρδα, φρικτά σου φέρθηκε. Θυμήσου πόσο δεδομένη έγινε η αγάπη και η εμπιστοσύνη σου. Ήσουν ένα δεδομένο. Φτάνει. Τώρα θα γίνεις ζητούμενο.
Θυμήσου το ψέμα, την αχαριστία, την υποτίμησή σου, το κέρατο -ακόμα και εγκεφαλικό να ήταν- το γεγονός ότι ένιωσες ένα τίποτα. Και την προδοσία. Κυρίως αυτήν. Όλα στα ουρλιάζει η λογική. Εσύ όμως δεν ακούς ακόμα.
Σκέφτεσαι με το συναίσθημα και είναι ακόμα καθ’ όλα λογικό αυτό. Είναι ακόμα νωπά τα πράγματα για εσένα. Ξέχνα λοιπόν τα καλά, βάλε μπροστά με χαστούκια τη λογική και προσπάθησε να προχωρήσεις.
Ξέρεις τι έδωσες, πόσα αξίζεις και ότι αυτά πρέπει να πάρεις. Και θα τα πάρεις. Προχώρησε, βρες κάτι να σου αξίζει αληθινά. Όταν έρθει εκείνη η ώρα να δεις που κάποιος θα ξαναγυρίσει περιμένοντας να βρει το ενδεχόμενό του ανοιχτό. Λάθος πόρτα χτυπάει.
Όχι. Δεν πρέπει να είσαι εκεί. Πρέπει να έχεις ευτυχίσει, να περνάς καλά, να σταματήσεις να υποφέρεις και να θυμάσαι ότι σε παράτησε να πονάς όταν έκανε τη ζωούλα του χωρίς να νοιάζεται πλέον αν είσαι καλά και πόσο πληγώθηκες.
Θα σε δει να προχωράς και τότε θα γυρίσει. Θα σε ψάχνει, μα δε θα είσαι εκεί γιατί δεν πρέπει να είσαι. Θα σε ψάχνει γιατί ήξερε ότι ήσουν άνθρωπος που άξιζε να αγαπηθεί πραγματικά και του φέρθηκε σαν να ήταν ο τελευταίος των τελευταίων.
Εδώ τραγελαφικά, οι τελευταίοι πάνε να βγουν από πάνω κιόλας. Όσο κι αν αγάπησες, πάρε την ψυχή σου στα χέρια και περιποιήσου την αργά και με στοργή. Θα δεις που με τον καιρό θα τη γλυκάνεις ξανά. Μη φθείρεσαι και μην αλλάζεις για κανένα ανίκανο άτομο που δεν ήξερε να συμπεριφερθεί σωστά. Θα βρεις κάποιο άλλο να ξέρει.
Θα γυρίσει, θα το δεις. Όμως εσύ πρέπει να έχεις φύγει. Αλλιώς είναι σίγουρο πως θα πονέσεις ξανά. Κι αν αυτό δε θα είναι μαζοχισμός, τότε δεν ξέρω τι πρέπει να είναι. Δε σου αξίζει να υποφέρεις για ανθρώπους που δε θα έδιναν το ελάχιστο της ύπαρξής τους για εσένα.
Σβήσε το τελευταίο σου τσιγάρο μέσα στο μπουκάλι με το μισοτελειωμένο κρασί. Πάρε τη λογική δίπλα στο μαξιλάρι, ανασκουμπώσου κι άκου την πιο αγαπημένη σου μουσική. «Θα γυρίσει και τότε θα είναι αργά» θα λες, μέχρι να το χωνέψεις κι εσύ. Θα βρεις αυτό που αξίζεις. Γιατί οι υπέροχοι άνθρωποι πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους. Ακόμα και στο σκοτάδι. Για την ώρα, κοιμήσου. Κλείσε τα βλέφαρα σου με γαλήνη. Απόψε είναι η νύχτα που θα φύγεις. Απόψε πρέπει να απελευθερωθείς.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή