Τικ-τακ, τικ-τακ. Σιωπή. Το ρολόι άρχισε να σβήνει και να κάνει παύσεις. Κι ενώ το βλέμμα χάνονταν στο ταβάνι ήρθε ο εαυτός αντιμέτωπος με το χάος.

Πολύς πόνος και πολλά να σου περιγράψει είχε κι αυτός. Σε μία ζωή κατεστραμμένη, γεμάτη χαρές και λάθη. Αλλά και πολύ πόνο που ώρες και φορές στεκόταν δυσβάσταχτο να τον καταπιεί. Και ξάφνου στέκει μπροστά από το ρολόι που σταματά να χτυπάει εντελώς. Και το κοιτάζει και καμώνεται πως είναι γεμάτο με μπαταρίες που είχε αλλάξει με τα ίδια του τα χέρια αλλά κι αυτό ήταν μια οφθαλμαπάτη. Σαν κι όλες τις άλλες που ζούσε τόσο καιρό.

«Δεν έχει μείνει τίποτα πια για εμάς εδώ», έδωσε τόσο που πια δεν υπάρχει άλλο να πάρουν και η μοναξιά έχει γίνει ο καλύτερός του φίλος. Σαν ένα καμένο χαρτί που έχει ξεπέσει από την τράπουλα κι όλα έχουν μείνει στον αυτόματο.

Αυτόματες ζωές, μηχανική ζωή, πλήρης ανυπαρξία. Εσωτερική ανυπαρξία, και ένα συνεχόμενο βάρος στο στήθος που θυμίζει πάντα τις πληγές που άφησε το πέρασμα του χρόνου. Και τα μάτια κοκκινισμένα κι οι έντονοι μαύροι κύκλοι υποδηλώνουν την αϋπνία που βασανιζόταν εξαιτίας της τα βράδια, καθώς το μυαλό δε σταματούσε ποτέ να σκέφτεται και να θυμάται.

Ίσως να ένιωσε κάποιες φορές να τρελαίνεται, ίσως η δύναμη που έκρυβε ήταν ανίσχυρη, ίσως τα όνειρα που έκανε να μην ήταν τόσο εφικτό να πραγματοποιηθούν.

Γιατί να φεύγουν οι άνθρωποι και να μην ξέρεις το γιατί; Γιατί να μην μπορείς ποτέ να τους διαβάσεις και να καταλάβεις το λόγο που συμβαίνουν όσα συμβαίνουν; Γιατί είμαστε τόσο εγωιστές σε έναν κόσμο εγωιστών; Γιατί οι συμπεριφορές μας πρέπει να αλληλοσπαράζουν τις ψυχές των άλλων κι αυτό να γίνεται μία αλυσίδα; Μία αλυσίδα γεμάτη ανθρώπους που απλώς δεν αγαπήθηκαν αρκετά;

Κι η μοναξιά είναι κακός οιωνός. Σου θυμίζει ότι δεν πρέπει να μένεις πάντα με τους ακατάλληλους αλλά και σε κρατάει μακριά από τους κατάλληλους. Υπάρχουν κι εκείνοι που μένουν μόνοι τους χωρίς να αποζητούν κανέναν άλλο πέρα από εκείνο τον άνθρωπο που ίσως πίστεψαν πως θα τους κάνει ευτυχισμένους.

Τα δίνεις όλα, τον εαυτό σου, τον χρόνο, τις αξίες σου, την ψυχή σου, τα υπάρχοντά σου και παίρνεις πίσω έναν άδειο εαυτό που δεν ξέρεις από πού να προφυλάξεις και θεραπεύσεις. Κι είναι τόσο μεγάλος ο άτιμος ο εγωισμός, ειδικά γι’ αυτούς που είναι ντόμπροι και άμεσοι, αλλά εύπλαστοι και δυνατοί γιατί ο αληθινός τους χαρακτήρας παρεξηγείται.

Παλεύοντας με τους δικούς σου δαίμονες όμως, μαθαίνεις και πολεμάς ενάντια σε όσα με τα οποία η ζωή προσπαθεί να σε γελάσει και πεισματικά αρνείται να σου δώσει ακόμα κι αν πραγματικά τα αξίζεις. Και μετά από τόση  αδράνεια στη ζωή σου, μετά από ψέμα, μετά από κοροϊδία, προτιμάς να αγκαλιάσεις τον εαυτό σου για μία φορά, να του δείξεις πόσο τον αγαπάς και να τον αφήσεις να γιατρέψει τις πληγές του από την τόση βρωμιά που επέτρεψε να πέσει μέχρι να φτάσει σε τέλμα.

Κι είναι η μοναξιά άσχημο πράγμα μα έχει και μια απόκοσμη γοητεία. Χειρότερο όμως είναι να περιβάλλεσαι από τα λάθος άτομα. Πιο καλή η μοναξιά από εσάς που σας χάνουμε, παρά να καταλήγουμε ανήμποροι να συγκεντρώσουμε ζωή και σκέψη προσπαθώντας να θεραπεύσουμε τον εαυτό μας από τη διαχείριση των συναισθημάτων που ποτέ δεν έρχεται στην ώρα της η ρουφιάνα.

Στην υγειά όλων όσων προτιμούν απόψε τη μοναξιά τους. Ας πιούμε σ’ αυτούς, μωρό μου. Κι άσε τον τοίχο να κουρεύεται!

 

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου