«Μα εκείνη; Ούτε να μου τον δει!», η πρώτη απάντηση που πέφτει ορθά κοφτά, όταν εκείνος γνωρίσει τη δεσποινίς «έτσι», τυχαία σε μια κοινή παρέα.
Κι εκείνη, αν τη ρώταγες, θα σου’ λεγε σε φάση ανύποπτη, πως ο συγκεκριμένος κύριος δεν είναι μέσα στο καρνέ της, δεν ειν’ του γούστου της, του επιπέδου της, της συνομοταξίας της, βρε αδερφέ.
Και εγώ σας ερωτώ, κύριε «δε θέλω» και δεσποινίς «με την καμία». Άμα σας βάζανε, 10 ημέρες συνεχόμενες κλεισμένους σε ένα γραφείο 2 επί 2, άντε 3 επί 3, επί οκτώ ωρίτσες αντάμα, πόσο κάθετοι θα παραμένατε στην αρχική σας ξινίλα;
Πιθανότατα, μη σας πω και κατά συντριπτική πλειοψηφία, μου φαίνεται πως την πρώτη ημέρα, θα παραμένατε πιστοί στην αρχική σας άρνηση, τη δεύτερη το ίδιο, την τέταρτη ίσως από μέσα σας (τονίζω το από μέσα σας) να λέγατε «δεν ειν’ και τόσο άσχημη τελικά», την έκτη «είναι γλυκός τελικά ο μούργος», την όγδοη «ε, είναι και πολύ έξυπνος, πανάθεμά τονε», την ένατη «βρε λες;» και τη δέκατη θα σας βρίσκαμε τ’ ανάσκελο!
Δε λέω ότι σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις το σενάριο θα κατέληγε κάπως έτσι, αλλά εξάλλου, όλοι οι κανόνες δε βαφτίζονται κανόνες χάριν των εξαιρέσεων τους;
Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που δύο συνάδελφοι, μείνουν δε μείνουν μια εικοσαετία κλεισμένοι σε κοινό χώρο, θα παραμείνουν βράχοι στην αρχική καούρα που εξέφρασε το στομάχι και το γούστο τους.
Επιστρέφοντας, όμως, στο άλλο ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο τ’ ανάσκελου, κάποιος θα διερωτόταν πόσο ξέρει τελικά ο καθείς εργαζόμενος πολίτης, να κουμαντάρει τις ορμόνες του που μια την άλλη του χτυπάνε καμπανάκια, κουδουνάκια και κάθε λογής «ντι γκι ντι γκλον», ενώ εκείνος προσπαθεί να απαντήσει σε ένα επείγον επαγγελματικό email εδώ και ώρα.
Λίγο το πουκάμισο το ξεκούμπωτο, λίγο το στήθος το πληθωρικό, λίγο το νάζι το τσαχπίνικο, ε, δε θέλει και πολύ η ορμόνη. Παίρνει τα πάνω της.
Το θέμα είναι, άμα δεν τον είχατε απέναντί σας καμιά πεντακοσαριά λεπτά τo εικοσιτετράωρο, για πέντε, τουλάχιστον, συνεχόμενες ημέρες, θα γυρίζατε να τον δείτε τον φίλτατο συναδελφούκο σας; Οι ορμόνες σας; Θα συνέχιζαν να είναι το ίδιο (δια)ταραγμένες, ή μήπως είναι όλα θέμα τριβής τελικά;
Ίσως αν ρωτούσαμε τα Σαββατοκύριακα, κάτι παραπάνω να ‘ξεραν να μας πουν. Γιατί όπως λέει και ο κύριος Ρέμος, «πες μου, πώς γίνεται να μην με αγαπάς τα Σάββατα;»
Άμα η κάψα είναι αυστηρώς εντός ωραρίου εργασίας και τις υπόλοιπες ώρες τα γραφεία μας, όπως και οι ορμόνες μας, παραμένουν κλειστά μέχρι Δευτέρα πρωί, τότε τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι ορμόνες μας, ως πάλαι ποτέ πρωτόγονες θεές, συμπεριφέρονται ολίγον τι ζωωδώς, ενστικτωδώς και κυρίως ασυμμαζεύτως!
Άμα, όμως, η καούρα στο στομάχι, μετατραπεί σε συμπάθεια, μετά σε γουσταριλίκι και στο τέλος σε πάθος επί εικοσιτετράωρού βάσεως –συμπεριλαμβανομένων των Σαββατοκύριακων, των αργιών και των αδειών-, τότε παύει να είναι καούρα και μάλλον γίνεται αισίως, καψούρα!
Και τότε, ξέρετε. Αν είσαστε και λίγο παντρεμένοι, δεσμευμένοι, απασχολημένοι τέλος πάντων με κάτι εκτός εργασιακού χώρου, η επαγγελματική σας καψούρα μπορεί να σας τα ανατρέψει όλα. Όχι κατά ανάγκη να σας τα καταστρέψει. Αλλά σίγουρα να σας τα ανατρέψει.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το πολύ μαζί, σπάνια δεν έκανε δυο ζωντανούς οργανισμούς με αισθήματα και κάψες, να υποκύψουν, έστω και για λίγο, έστω και για ένα άγγιγμα (συναδελφικό, βρε αδερφέ), ένα φιλί (μεταξύ συνεργατών πάντα), ένα «ανάσκελο αγκάλιασμα». Γιατί τα αγκαλιάσματα, τ’ ανάσκελα, έχουν πάντοτε άλλη χάρη.
Σωστό και λάθος, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν υπάρχει.
Οι ορμόνες οι έρμες, θέλετε δε θέλετε, θα συνεχίσουν να μιλούν. Δευτέρα με Παρασκευή. Σε ώρες γραφείου. Και εκτός.
Τώρα το αν θα αποφασίσετε να τις ακούσετε ή όχι, αυτό είναι δικό σας, ολόδικό σας θέμα!