Η φράση «για πάντα» είναι μια φράση ή μάλλον καλύτερα μια έννοια, από την οποία αποφάσισα οικειοθελώς να απέχω.

Πόσο εκνευριστικά μακροπρόθεσμο και αβέβαιο είναι να μιλάμε για το «για πάντα»;

Πολλοί είναι εκείνοι που νομίζουν πως κάνουν το λόγο τους βαρύ (κι ασήκωτο), πως διασφαλίζουν την εγκυρότητά του και σπέρνουν τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις, με το ψεύτικο στολίδι που ακούει στο όνομα «για πάντα».

Κατάντησα να μην εμπιστεύομαι και πολύ όλους αυτούς τους «γιαπάντηδες», τους οποίους ευγενικώς και σχετικά διακριτικώς επιλέγω να αμφισβητώ. Τι πάει να πει «για πάντα» δηλαδή;

Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς πόσο εφήμερα είναι «τα πάντα» (να ένας ίσως πιο εύστοχος προσδιορισμός που ταιριάζει καλύτερα δίπλα στο «πάντα»).

«Φίλοι για πάντα», «ως την άκρη της γης για πάντα», «σ’ ένα ταξίδι ζωής, μαζί, για πάντα».

Δε λέω, στο πρώτο άκουσμα τέτοιων δηλώσεων, έναν εντυπωσιασμό τον παθαίνει κανείς. Ιδιαιτέρως όταν προέρχονται από άτομα υψίστης σημασίας. Ενισχύουν προσδοκίες κι εκτοξεύουν τη σημαντικότητα και τη μοναδικότητά σου στα ύψη.

Ταυτόχρονα όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ακόμα κι η μάνα μας η ίδια, που δικαιωματικά μπορεί να πραγματευτεί ένα «για πάντα» στη ζωή μας, πόσο «για πάντα» αλήθεια θα μας αγαπά, θα μας στηρίζει, θα’ ναι κοντά μας; Για να μην αναφερθώ στον έρωτα. Εκείνος κι αν θα συμφωνούσε μαζί μου. Έρωτας και «για πάντα» γίνεται; Δε γίνεται, και δεν πρέπει να γίνεται.

Και ερωτώ. Γιατί ντε και καλά να κοιτάμε στο αόριστο μέλλον και να μη μιλάμε και να δεσμευόμαστε για το κάπως πιο βέβαιο παρόν; Γιατί να μην εστιάσουμε στο πλέον ειλικρινές «τώρα», μη αναλώνοντας και «τραβώντας» την ενέργεια μας σε κάτι τόσο μακρινό;

Είναι μου φαίνεται, εκτός από μη έγκυρο και αναληθές, ανέντιμα ψεύτικο να μιλάμε για το «για πάντα». Μα θα μου πεις, είναι χάριν ενός ωραίου ρομαντισμού, τον οποίο ποιος δε θα ήθελε να μην κρατάει ζωντανό, που επικαλούμαστε το «για πάντα», χάριν μιας όμορφης ελπίδας που όλοι θέλουμε να συντηρούμε.

Μιας ελπίδας που φοβόμαστε μη λήξει η ημερομηνία της και χρειαστεί να την πετάξουμε στο κάδο.

Ο μοναδικός που εξαιρείται του σχολιασμού, γιατί πολύ απλά μπορεί, ειν’ ο Πάριος. Σε εκείνη την περίπτωση η θεωρία καταρρίπτεται, ακυρώνεται και συγχρόνως επιβεβαιώνεται. Η πιο εύηχη και εύθυμη εξαίρεση του κανόνα. Ο Πάριος, κι ο κάθε Πάριος του κόσμου τούτου, που οικειοποιούνται τη φράση και την παίρνουν σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνοι δικαιούνται. Γιατί αν είναι να βρίσκαμε έναν Πάριο, να μας άδει τέτοια λόγια, ειδικά ενόσω εμείς είμαστε υπό την επήρεια του Θεού Έρωτα, τότε καλώς να ορίσει και να τραγουδήσει. Απλά θα κάνει το παραμύθι ομορφότερο. Τη στιγμή εντονότερη. Και τον έρωτα, πιο έρωτα.

Κατά τα άλλα, νομίζω πως είναι αχρείαστο, παράτολμο και παρακινδυνευμένο να εστιάζουμε στο «για πάντα». Εγώ προσωπικά το αμφισβητώ. Είναι δύσχρηστο για μένα.

Κι αν κάποτε το προφέρω σε κάποια περίπτωση, εν τη ρύμη του λόγου, δε ξέρω αλλά σαν κάποιο «αλάρμ» να παίζει μέσα μου και να μου υπενθυμίζει το «επικίνδυνο» της συγκεκριμένης έννοιας.

Να μου πεις, τι είναι βρε αδερφέ ένα «για πάντα» μπροστά στην αιωνιότητα; Θα σου πω ευθύς αμέσως: Ό,τι είναι η αιωνιότητα μπροστά σε ένα «για πάντα».

 

Συντάκτης: Άννα Ιωαννίδου