Ολοφάνερα πλέον, ημερολογιακά άλλα και μετεωρολογικά, το καλοκαίρι μας χτυπάει την πόρτα. Έφτασε η πιο χαρούμενη εποχή του χρόνου, όπου η διάθεσή μας ανεβαίνει με το που ξυπνάμε κι αντικρίζουμε τον ήλιο. Ακολουθούν μπάνια στις παραλίες, καφέδες στον ήλιο και ξεφάντωμα τα βράδια στα καλοκαιρινά στέκια με τα πιο δροσερά ποτά. Κάπως έτσι κυλάνε κατά μέσο όρο οι μέρες του καλοκαιριού, ευχάριστα, με καλή παρέα, χτίζοντας αναμνήσεις ανεξίτηλες στο χρόνο.

Ανέκαθεν όμως το καλοκαίρι μας στιγμάτιζε σαν εποχή. Από τότε ακόμη που ήμασταν μικρά παιδιά και περιμέναμε πώς και πώς να κλείσουν τα σχολεία για να ξεχυθούμε στις γειτονιές χωρίς διαβάσματα κι υποχρεώσεις. Το καλοκαίρι ήταν από τότε η περίοδος της ξεγνοιασιάς και της χαλάρωσης, πολυσυζητημένη και πολυπόθητη.

Όλοι θυμόμαστε τον εαυτό μας να τρέχει σε μια παραλία αγκαλιά με ένα σωρό παιχνίδια, φουσκωτά στρώματα, μάσκες κι αναπνευστήρες. Έναν πατέρα να μας μαθαίνει βουτιές και μια μάνα να μας κυνηγάει με το αντηλιακό κι ένα καπέλο και να φωνάζει «Μην πας στα βαθιά, θα πνιγείς». Κι όλοι φυσικά την αγνοούσαμε, μην έχοντας την αίσθηση του κινδύνου.

Μαζεύαμε κοχύλια, μικρά βότσαλα και πέτρες και μετρούσαμε ένα-ένα τα μπάνια μας για να πάμε κόντρα στους φίλους μας και να τους κάνουμε να ζηλέψουν. Μαυρίζαμε τόσο πολύ που γινόμασταν αγνώριστοι και πειράζαμε όσους συμμαθητές μας ήταν άσπροι σαν το γάλα!

Άλλες μέρες τις περνούσαμε στο χωριό, με τον παππού και τη γιαγιά που το χειμώνα δεν προλαβαίναμε να χορτάσουμε. Τα ξαδέρφια όλα μαζεμένα, να κάνουμε κόντρες με τα ποδήλατα, να μπουγελωνόμαστε και να τρώμε ο ένας το παγωτό του άλλου. Στο τέλος κάποιος αρρώσταινε κι η μάνα του δεν τον άφηνε να βραχεί ή να πίνει κρύα και του δίναμε εμείς στα κρυφά ή τον βρέχαμε κατά λάθος με το λάστιχο!

Κι όσο ο καιρός περνούσε κι εμείς μεγαλώναμε, η αθωότητά μας χανόταν σταδιακά. Τα κουβαδάκια και τα φουσκωτά αντικατέστησαν ο φραπές και το τάβλι. Πλέον οι ώρες μας στην παραλία ήταν με την παρέα μας χωρίς γονείς και λοιπό συγγενολόι, αραχτοί σε μια ξαπλώστρα αναλύοντας καταστάσεις κι όνειρα. Και μέναμε εκεί μέχρι να βραδιάσει.

Κι ύστερα βγάζαμε τις μπίρες απ’ το ψυγειάκι και χαζεύαμε το ηλιοβασίλεμα, κι όσο βράδιαζε οι συζητήσεις βάραιναν και μυστικά εκμυστηρεύονταν. Σε παρόμοια σκηνικά γεννήθηκαν έρωτες που έκαναν την καρδιά να φτερουγίζει. Έρωτες διαφορετικοί απ’ τους χειμερινούς, πιο έντονοι και παθιασμένοι.

Άλλα βράδια πάλι τη βγάζαμε σε ταράτσες γιατί το σπίτι μας φυλάκιζε, ενώ εκεί πάνω χαζεύαμε τα άστρα, τραγουδούσαμε και χορεύαμε. Κάθε βράδυ ένα πάρτι με μετρημένα άτομα, αρκετά όμως για να γίνουν οι στιγμές μας μοναδικές. Παίζαμε και παιχνίδια, με τράπουλες ή χωρίς, επιτραπέζια κι άλλα που θύμιζαν την παιδική μας ηλικία, που σαν έφηβοι και παραλίγο ενήλικες είχαμε βαλθεί να θάψουμε.

Όπως είναι προφανές, σε κάθε ηλικία το καλοκαίρι έχει τη δική του χάρη. Είναι η εποχή της τρέλας, του ξεφαντώματος, της διασκέδασης και της ανεμελιάς. Οι πιο όμορφες αναμνήσεις μας έχουν φόντο ζεστά πρωινά, ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα και καταγάλανα νερά. Κι όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο σίγουρα ψεύδεται! Κι αν πάλι όχι, τον καλούμε να πάρει μια γεύση απ’ τις δικές μας καλοκαιρινές διακοπές, μήπως και στο μέλλον βελτιωθούν οι δικές του και μας νιώσει!

 

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννας Καραφώτη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ιωάννα Καραφώτη