Αν τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων είχαν άρωμα, θα ήταν του γιασεμιού. Κι αν είχαν γεύση, θα ήταν καραμέλα γάλακτος. Καλοκαίρια που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μου και που νοσταλγώ κάθε Αύγουστο. Καλοκαίρια γεμάτα ξενοιασιά, γέλια και παιχνίδια. Θυμάμαι τόσο έντονα ένα τσούρμο παιδιά, συνεχώς μαζεμένα στη αυλή της γιαγιάς μου. Εκεί, κάτω από το πελώριο γιασεμί, περιμένοντας τον παππού να έρθει και να μας φέρει τις περιβόητες καραμέλες. Περισσότερο απ’ όλα όμως, θυμάμαι το γεμάτο ανυπομονησία βλέμμα της μικρής μου ξαδέρφης, όση ώρα περιμέναμε τις λιχουδιές του παππού.
Αυτή η εικόνα, έχει μείνει ανεξίτηλη μέσα μου. Θέλω και προσπαθώ να την κρατήσω όσο πιο ζωντανή γίνεται. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε και τρέμω στην ιδέα πως θ’ αρχίσει να ξεθωριάζει καθώς θα μεγαλώνω. Μα ο σημαντικότερος λόγος που το κάνω, είναι γιατί νιώθω την ανάγκη να κρατήσω ζωντανή την εικόνα της αγαπημένης μου ξαδέρφης. Κι όχι μόνο εκείνης, αλλά και του θείου μου, του αδελφού του μπαμπά μου, που κάθε καλοκαίρι όπου τους έβλεπα ν’ ανταμώνουν, έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά και δεν ήξερα το λόγο.
Μάλλον καταλάβατε σε ποιους ανθρώπους αναφέρομαι, σωστά; Δεν υπάρχει άλλωστε ελληνική οικογένεια που να μη γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη ομογένεια. Δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι, που από τη δεκαετία του πενήντα κι έπειτα, δε γέννησε έστω κι έναν οικονομικό μετανάστη.
Η αλήθεια βέβαια, είναι πως όταν είσαι παιδί δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Ακούς τους γονείς σου συχνά να μιλούν γι’ αυτούς και για τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα κι εσύ το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι, τι όμορφα δώρα θα σου κρατούν όταν έρθουν. Φτάνουν στ’ αυτιά σου συζητήσεις για τους συγγενείς σου που ζουν στο εξωτερικό, για τη ζωή τους εκεί και βλέπεις συχνά τους δικούς σου ανθρώπους να στεναχωριούνται, χωρίς να μπορείς ν’ αντιληφθείς γιατί συμβαίνει αυτό.
Καθώς μεγαλώνεις όμως, αρχίζεις να κατανοείς ολοένα και περισσότερο. Το «κάθε καλοκαίρι» γίνεται πλέον «κάθε δεύτερο ή τρίτο καλοκαίρι» κι έτσι ξέρεις πού οφείλεται η μελαγχολία που βλέπεις στα μάτια τους. Ξέρεις πως κάποιοι τους λείπουν. Όχι μόνο σ’ εκείνους, αλλά και σ’ εσένα τώρα πια.
Αναζητάς τη συντροφιά τους, σου λείπει το ζεστό κι όμορφο κλίμα που δημιουργείται στο σπιτικό σας, κάθε φορά που βρίσκεστε όλοι μαζί. Λες και κάτι μαγικό δημιουργείται αυτομάτως, κάτι που πλημμυρίζει το σπίτι με αγάπη. Θαρρείς κι όλοι γίνονται πιο ευτυχισμένοι, πιο χαρούμενοι, τα καλοκαίρια που ανταμώνουν.
Κι όσο τα χρόνια περνούν, τόσο περισσότερο νιώθεις ότι σου λείπουν. Τόσο πιο πολύ στεναχωριέσαι που βλέπεις να περνάει ο καιρός, οι γιορτές, τα Χριστούγεννα και στο οικογενειακό τραπέζι κάποιες θέσεις μένουν πάντα κενές. Μελαγχολείς που κάθε Πρωτοχρονιά ανταλλάσσετε ευχές, μόνο από το τηλέφωνο.
Βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους, τους δικούς σου ανθρώπους, να μεγαλώνουν, να κάνουν οικογένεια και να πετυχαίνουν πράγματα στη ζωή τους, μονάχα μέσα από φωτογραφίες. Περνούν τα χρόνια και βλέπεις τα μαλλιά τους ν’ ασπρίζουν, μέσα από άψυχες εικόνες, τοποθετημένες μέσα σε κορνίζες.
Καταλάβατε λοιπόν, γιατί προσπαθώ να κρατήσω καλά φυλαγμένες τις αναμνήσεις από τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων; Μπορείτε να αντιληφθείτε γιατί νιώθω την ανάγκη να κρατήσω ολοζώντανο μέσα μου, εκείνο το γλυκό και ανυπόμονο βλέμμα της μικρής μου ξαδέρφης;
Γιατί είναι η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω από ‘κείνους τους ανθρώπους, τους συγγενείς μου. Γιατί δυστυχώς όσο περνούν τα χρόνια, οι συναντήσεις μας περιορίζονται στα γνώριμα στέκια του skype και του facebook. Μεγαλώνουμε κι ανταμώνουμε πλέον όλο και πιο σπάνια.
Και πιστέψτε με, όση ανάγκη το έχω εγώ, άλλη τόση το έχουν κι εκείνοι. Ίσως εκείνοι να το έχουν και περισσότερη. Γιατί εμείς, είμαστε οι δικοί τους άνθρωποι και τούτος ο τόπος θα είναι πάντα το λιμάνι τους. Εδώ, σ’ εμάς, θα γυρίσουν όταν πια θα έχει φτάσει στο τέλος αυτό το ταξίδι που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να κάνουν. Αν φυσικά επιλέξουν να γυρίσουν. Αλλά ακόμη κι αν δεν το κάνουν, εδώ θα είναι πάντα οι ρίζες τους κι εσύ θα είσαι πάντα ο δικός τους άνθρωπος.
Επιμέλεια Κειμένου Εύας Αξιώτη: Σοφία Καλπαζίδου