Όλα κάποτε τελειώνουν. Αυτό είναι μια παραδοχή που όσο στενάχωρη κι αν φαίνεται, οδηγεί σε μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Ποτέ, φυσικά, δεν ξεκινάμε μια κατάσταση σκεπτόμενοι πως θα πέσουν οι τίτλοι του τέλους αργά ή γρήγορα, εκεί είναι που κρύβεται όλη η μαγεία κάθε αρχής.
Παρ’ όλα αυτά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, όταν έρχεται εκείνη η ώρα στεκόμαστε είτε στο τέλος μιας άσχημης κατάστασης, έχοντας την πολυπόθητη ανακούφιση στα χέρια μας κι ελεύθεροι αποτινάσσουμε τη μουντάδα που πας προκάλεσε είτε διαβαίνουμε πάνω απ’ τα ερείπια μιας όμορφης ιστορίας ψάχνοντας με μανία να μαζέψουμε τα κομμάτια του εαυτού μας που κείτονται κάτω απ’ τα τέως όνειρα και τις νυν αναμνήσεις.
Ας μην αναλύσουμε περαιτέρω τη διαφυγή μας απ’ τον κυκλώνα μιας άσχημης κατάστασης, αφού όλοι τρίβουμε τα χέρια μας και πετάμε τη σκούφια μας να της κουνήσουμε το μαντήλι και να της πούμε μία και καλή «αντίο». Ας σταθούμε σε εκείνη την ιστορία που μας έκανε –τις χρυσές εκείνες εποχές– να παραμιλάμε από ευτυχία.
Μπορούμε να διακρίνουμε από μακριά πως ανεξάρτητα από κάποιες συννεφιασμένες μέρες που βιώσαμε στη διάρκειά της, σαν ολότητα ήταν λιακάδα. Κανείς δε χρειάζεται διάλειμμα από μια τέτοια καθημερινότητα, μέχρι κι ο ύπνος φαίνεται υπερεκτιμημένος, πιο πολύ περιμένεις να ξυπνήσεις γα να τραφείς με λίγη ακόμη ευτυχία παρά να κοιμηθείς και να πατήσεις pause σε αυτό το τόσο τέλειο σενάριο που πρωταγωνιστείς.
Αυτές οι ιστορίες ξεγελούν την αιωνιότητα, κάνουν το κλισέ του «για πάντα» να φαντάζει λογικός συλλογισμός. Ό,τι όμορφο ζεις, το μοιράζεσαι, κάνεις όνειρα που διαιρούνται δια του δύο κι αφήνουν στο πηλίκο τη μονάδα. Καταστρώνεις εκείνον τον μικρό γυάλινο κόσμο, στον οποίο κανείς άλλος δε γελάει με τα αστεία σας τόσο δυνατά όσο εσείς, κανείς δεν εκτιμάει περισσότερο το παγωτό χωνάκι που μοιραστήκατε στην ίδια ξαπλώστρα αυτόν τον Αύγουστο όσο εσείς, κανείς δεν κάνει τόσο καλό και παθιασμένο σεξ όπως εσείς και κανείς μα κανείς δεν έχει αγαπήσει τόσο αμοιβαία και βαθιά όπως αγαπιέστε μεταξύ σας.
Αυτό το γαμημένο μικρό κλειδάκι του παραδείσου το πετάς μεσάνυχτα στα άχυρα και κάνεις και τον ανήξερο χωρίς τύψεις. Αν κάποιος τολμήσει και σε ταρακουνήσει λιγάκι ρωτώντας σε πώς θα ανοικοδομήσεις τον εαυτό σου αν οι δρόμοι σας χωρίσουν, γίνεται αυτόματα hater της σχέσης σας και μπαίνει στη λίστα όσων ζηλεύουν το παραμύθι σας.
Έτσι είναι αυτά, σε αυτούς του έρωτες όλα είναι τώρα, το παρόν παίρνει αλλοπρόσαλλες διαστάσεις και το «για πάντα» γίνεται αγαπημένη καραμέλα-χορηγός της σχέσης σας. Όλα τα τραγούδια μιλάνε για εσάς, όλος ο κόσμος σας ανήκει. Βρίσκετε κάθε μέρα μια αφορμή να στέψετε δικό σας κάτι ακόμα απ’ τον κόσμο των υπολοίπων, κοινών θνητών. Το τραγούδι σας, το παγκάκι σας, η ταινία σας, το δρομάκι σας, η πλατεία σας κι η επεκτατική πολιτική συνεχίζεται.
Τι γίνεται, όμως, όταν εκείνες οι αραιές συννεφιές που λέγαμε στην αρχή πυκνώσουν, όταν γίνουν βροχή η οποία εν τέλει πνίξει τον παντοδύναμο έρωτά σας; Τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο και συνειδητοποιείς ότι τελείωσε. Και τώρα τι; Εσείς οι δύο θα ζείτε χωριστά; Το βρίσκεις αστείο σε σημείο να σου προκαλεί κλαυσίγελο. Συνήθως δε, αυτές οι τρελές-τρελές σχέσεις που στάζουν μέλι και στο μυαλό των ιδρυτών τους φαντάζουν ικανές πηγές έμπνευσης για αστικούς μύθους αγάπης, καταλήγουν να έχουν το λιγότερο παταγώδες φινάλε. Εκεί βρίσκεται το plot twist τους.
Όταν πάνε να παραγίνουν μελό κι ενώ όλοι οι απέξω περιμένουν minimum σπασμένα βάζα, χαρακωμένα αμάξια κι επικούς καβγάδες, αυτές οι ιστορίες καλούν σε εκκένωση το cinema και βυθίζουν την οθόνη που παρακολουθούν όλοι στο σκοτάδι. Επιλέγουν ένα άδοξο τέλος, αυτά που μετά από χρόνια δεν τα θυμάσαι κιόλας, χωρίς κανέναν θεατή, χωρίς καμία επίδειξη δύναμης και θυμού. Στην ησυχία της νύχτας μιας συνηθισμένης Τετάρτης, έτσι χωρίζουν οι παράφορα ερωτευμένοι άνθρωποι.
Όλοι κρατάμε ένα back up αρχείο στον σκληρό δίσκο του μυαλού μας. Να μπορούμε να το επισκεφθούμε στο τρίτο ποτό, σε μια τυχαία βόλτα στα παλιά τα στέκια, στο άκουσμα μιας μουσικής που έπαιζε ξανά και ξανά στο background τα βράδια που υπήρξατε μαζί. Αυτό το τελευταίο πρωινό χαμόγελο και το τελευταίο βιαστικό φιλί. Κάτι όμορφο και καθαρό, αντάξιο της αυταπάτης του «για πάντα», κάτι να οδηγεί στο «εις το επανιδείν» κι όχι στο «αντίο».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη