H θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων αποτελεί απόγονο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, με πρωτεργάτες τους Βρετανούς  Melanie Klein, Winnicott, Balint και Fairbairn και στη συνέχεια και τον Αμερικανό Kernberg, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή στον ψυχαναλυτικό κόσμο και δημιούργησε ένα δικό του ξεχωριστό ρεύμα. Η εν λόγω θεωρία πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στο «εγώ» κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του ατόμου και στα αντικείμενα/πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε επαφή. Πιο συγκεκριμένα, το άτομο τους πρώτους μήνες ζωής του αναπτύσσει μια σχέση με τον κύριο φροντιστή του (συνήθως τη μητέρα) και μια οπτική προς αυτόν, έτσι στην πορεία της ανάπτυξης δημιουργούνται μοντέλα εσωτερικών αναπαραστάσεων για τους ανθρώπους. Αυτές οι αναπαραστάσεις ονομάζονται αντικείμενα κι είναι εσωτερικές, αφού δομούνται υποκειμενικά βάσει της πρώτης εμπειρίας του ατόμου με τον φροντιστή του και της ερμηνείας αυτής της εμπειρίας από το βρέφος. Αυτή η σχέση αποτελεί ζωτικής σημασίας οπτική για τον τρόπο που το άτομο βλέπει και προσεγγίζει τις μετέπειτα σχέσεις του, αλλά και για τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του.

Στη θεωρία αντικειμενότροπων σχέσεων δίνεται έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις και στον τρόπο που αυτές εσωτερικεύονται, δομώντας έναν κόσμο γεμάτο με αντικείμενα. Σύμφωνα με τη Melanie Klein κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του το βρέφος έχει μια μπερδεμένη αντίληψη του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου, αφού δεν κατανοεί τη μητέρα ως ένα διαφορετικό πρόσωπο από το ίδιο. Επικεντρωμένο στο «εγώ» δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους φροντιστές του. Το σημαντικότερο αντικείμενο για το βρέφος στο στάδιο αυτό είναι το μητρικό στήθος μέσω του οποίου λαμβάνει τροφή. Τότε δημιουργείται μια εσωτερική πάλη και αμφιθυμία προς το στήθος της μητέρας (μερικό αντικείμενο), το οποίο αντιλαμβάνεται άλλοτε ως θετικό (πηγή τροφής/ικανοποίηση των αναγκών του) και άλλοτε ως αρνητικό (ματαίωση ή αποστέρηση). Μετά τους 5 μήνες το βρέφος αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο μητέρα με το αντικέιμενο στήθος είναι το ίδιο. Επομένως το στήθος ταυτίζεται με τη μητέρα και η σχέση του με το αντικείμενο μητέρα/στήθος εσωτερικεύεται και δημιουργεί αντίστοιχες αναπαραστάσεις και στις μετέπειτα σχέσεις του με άλλα πρόσωπα/ «αντικείμενα».

 

Πόσο ασφαλής αισθάνεσαι στη σχέση σου;

Κάνε τώρα το τεστ!

 

Η θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων δεν είναι άσχετη με τη θεωρία δεσμού του  J. Bowlby, που ανέπτυξε την κεφαλαιώδη σημασία των ειδών προσκόλλησης του βρέφους με τον κύριο φροντιστή του στη συμπεριφορά του. Έτσι ο  D.Winnicott στάθηκε στη σημασία της πρώιμης σχέσης του βρέφους με τον φροντιστή του και της εικόνας του εαυτού που δημιουργεί το βρέφος από τους πρώτους μήνες ζωής του. Ένας φροντιστής που θα προσφέρει αγάπη, ασφάλεια και θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του βρέφους (βιολογικές και συναισθηματικές), μπορεί με αυτόν τον τρόπο ν’αντικατοπτρίσει μια καλή εικόνα για τον εαυτό του. ‘Ετσι, μεγαλώνοντας θα μπορεί άφοβα να δείχνει τις ανάγκες του και τα θέλω του χωρίς να ντρέπεται, θα αγαπά τον εαυτό του και θα θεωρεί ότι μπορεί να δημιουργήσει ασφαλείς σχέσεις με τους ανθρώπους.

Από την άλλη αν ο φροντιστής δεν ικανοποιεί επαρκώς τις ανάγκες του βρέφους, αυτό μαθαίνει να ζει με τις ελλείψεις και μεγαλώνοντας,  έχει ήδη επηρεαστεί αρνητικά η εικόνα του για τον εαυτό του. Ενώ στις σχέσεις του σαν άνθρωπος, μπορεί να γίνεται ανασφαλής, ζηλιάρης, κτητικός ή να αποφεύγει τη στενή σύνδεση φοβούμενος την απόρριψη και τη μη κατανόηση των αναγκών του.

Αξίζει να αναφερθεί ότι Klein όπως και οι υπόλοιποι υποστηρικτές της θεωρίας των αντικειμενότροπων σχέσεων μπορούν να ερμηνεύσουν την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας βάσει της θεωρίας αυτής. Πέραν τούτου, θεωρούν γενικά ότι αυτές οι εσωτερικεύσεις της πρώιμης βρεφικής ηλικίας επηρεάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων στη μετέπειτα ζωή τους. Συνεπακόλουθα αυτό ισχύει και για τις ερωτικές σχέσεις. Οι εσωτερικεύσεις προς τα πρόσωπα/αντικείμενα της βρεφικής ηλικίας ενεργοποιούνται ή επαναλαμβάνονται και στις ερωτικές σχέσεις. Οι εσωτερικεύσεις που σχετίζονται με την έλλειψη αγάπης, φροντίδας, αποδοχής και ικανοποίησης των αναγκών δημιουργούν αισθήματα ανασφάλειας και ενοχικότητας προς τον εαυτό άρα και οι ερωτικοί σύντροφοι μπορεί να εκλαμβάνονται ως μη φροντιστικοί, ως άνθρωποι που δεν αγαπούν και δεν προσφέρουν ασφάλεια. Γι αυτό τα άτομα αυτά συμπεριφέρονται ανάλογα στους συντρόφους τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βέβαια, αυτή η εσωτερικευμένη προκατάληψη για τους ανθρώπους μπορεί όντως να τους οδηγήσει σε επιλογές συντρόφων που δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους και δεν τους συμπεριφέρονται καλά επειδή αυτό θεωρούν ως οικείο.

Από την άλλη τα άτομα που οι εσωτερικεύσεις της βρεφικής τους ηλικίας για πρόσωπα/αντικείμενα συνδέονται με ασφάλεια, αγάπη, τρυφερότητα, ικανοποίηση, ως ενήλικες αποκτούν θετική εικόνα του εαυτού, υψηλή αυτοπεποίθηση και θεωρούν ότι αξίζουν να αγαπηθούν από ανθρώπους που μπορούν να τους προσφέρουν όλα αυτά, έτσι δε συμβιβάζονται με σχέσεις που δεν τους τα εξασφαλίζουν. Γι΄αυτό τείνουν να επιλέγουν το καλύτερο δυνατό γι΄αυτούς, σύμφωνα με τα κριτήριά τους.

Η θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσων, όπως και η ψυχαναλυτική θεωρία γενικότερα, μπορεί να δώσει μέχρι σ΄ενα βαθμό ερμηνεία για τον τρόπο που οι διαπροσωπικές σχέσεις εσωτερικεύονται, δημιουργούν υποκειμενικές αναπαραστάσεις για τα σημαντικά πρόσωπα και επηρεάζουν τοιουτοτρόπως τις μετέπειτα σχέσεις ενός ανθρώπου. Όμως είναι θεωρία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυρίως για την ερμηνεία καταστάσεων και δε θα έπρεπε να προσεγγίζεται ως τελεσίδικη και μη ανατρέψιμη συνθήκη. Ανακαλύπτοντας τις ενδόμυχες και αλυσιδωτές συνθέσεις που κρύβονται πίσω από κάθε ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι πιο εύκολο ν’ ενεργήσουμε όταν χρειάζεται και να αλλάξουμε τρέχουσες συμπεριφορές.

Συντάκτης: Μαρία Πολυδώρου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου