Μια από τις δυσκολότερες διεργασίες τις οποίες καλείται να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος στις διαπροσωπικές του σχέσεις αλλά και στη σχέση με το εγώ, αποτελεί η οριοθέτηση. Η τοποθέτηση ορίων αφορά στην πρακτική κατά την οποία ο κάθε άνθρωπος δείχνει στον άλλο, αλλά και στον ίδιο τον εαυτό του τι του επιτρέπει και τι όχι, τι συμπεριφορές δέχεται και τι όχι, σε τι λέει «ναι» και σε τι «όχι». Το «όχι», βέβαια, αποτελεί το κυριότερο μέσο οριοθέτησης και την απαρχή ενός περιορισμού. Αυτή η δισύλλαβη λεξούλα ακούγεται τόσο εύκολα, αλλά πολλές φορές προφέρεται δύσκολα και με μεγάλο κόπο, ειδικότερα από ανθρώπους που είναι ντροπαλοί ή δεν έχουν συνηθίσει να χαλούν χατίρια κινούμενοι συμπεριφορικά ως people pleasers. Κι η οριοθέτηση είναι συνώνυμη του «χαλάω το χατίρι κάποιου», οπότε, ορισμένοι έμαθαν να ικανοποιούν τους πάντες, παραγκωνίζοντας πολλές φορές τον ίδιο τους τον εαυτό, χαλώντας εν τέλει στον εαυτό τους το χατίρι της μη αποδοχής.

Οι ντροπαλοί άνθρωποι συνήθως παρουσιάζουν ηθικές αναστολές ή και ντροπή στο να πράξουν αντίθετα στο ρεύμα, ειδικότερα αν αυτό το κάτι έχει να κάνει με την προστασία ή ικανοποίηση του εαυτού τους, νιώθοντας ενίοτε και κάπως ενοχικά προς αυτή την ικανοποίηση. Συχνά η ντροπαλότητα κι η έλλειψη οριοθέτησης σχετίζονται με αισθήματα χαμηλής αυτοαξίας, βαθύτερες πεποιθήσεις του τύπου «οι άλλοι αξίζουν περισσότερο από μένα», νιώθοντας πως η ικανοποίηση των άλλων είναι περισσότερο σημαντική από τη δική τους. Βέβαια, η χαλαρή οριοθέτηση που επιδεικνύει κανείς όσον αφορά στις σχέσεις του δεν είναι άσχετη με την οριοθέτηση που έλαβε ως παιδί από τους γονείς του. Παιδιά που μεγάλωσαν με χαλαρά όρια ή με ασταθή οριοθέτηση, ακόμα και με γονείς με διαφορετικό στυλ οριοθέτησης (ο ένας αυστηρό, ο άλλος χαλαρό) παρουσιάζουν κατά την ενηλικίωση περισσότερες δυσκολίες να οριοθέτησουν και να οριοθετηθούν.

 

 

Τα άτομα που δυσκολεύονται να θέσουν όρια στους άλλους είναι συνήθως υπέρμετρα δεκτικά σε ό,τι τους ζητηθεί, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τους άλλους και συνήθως κάνουν ό,τι τους ζητήσουν, στις επαγγελματικές, ερωτικές, φιλικές, οικογενειακές σχέσεις. Όλα αυτή η προσφορά και δοτικότητα που εδράζεται κυρίως στην αδυναμία να πουν«όχι» βαθμηδόν μπορεί να τους εξαντλήσει, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Γιατί μάλλον είναι ανέφικτο να πραγματοποιούν διαχρονικά και με επιτυχία τις επιθυμίες των άλλων, ενώ ταυτόχρονα είναι αντιστρόφως ανάλογες με τις δικές τους επιθυμίες ή ανάγκες. Όσο προσπαθούν να ικανοποιήσουν λοιπόν, τόσο στερούνται της δικής τους ικανοποίησης με το ν’ απαλλαχτούν από αυτή την ευθύνη. Συχνά όμως, αυτή η ευθύνη μπορεί να προσδίδει στους ίδιους μια αύξηση αυτοαξίας, αφού νιώθουν ότι προσφέρουν κι ότι η προσφορά αυτή είναι χρήσιμη κι άξια επαίνου από τους άλλους.

Οι ντροπαλοί άνθρωποι, που η προσπάθεια οριοθέτησης των άλλων συνοδεύεται με ενοχικά σύνδρομα, χρειάζεται να καταβάλουν αρκετή προσπάθεια και κόπο ώστε τελικά να ξεστομίσουν έστω κι ένα μικρό «όχι». Δεν είναι ακατόρθωτο, όμως οι πρακτικές που θα χρησιμοποιήσουν ώστε να αρνηθούν κάτι, συχνά χρειάζεται να ταιριάζουν με τη γενικότερη φιλοσοφία τους και να μην αντιβαίνουν σε σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, διαφορετικά φαντάζει η οριοθέτηση ακόμα πιο μακρινό και δύσκολο εγχείρημα.

Τι κάνουμε λοιπόν; Αρχικά, είναι καλό να θυμόμαστε ότι το να λέμε όχι δε σημαίνει ότι μας καθιστά αγενείς κι αναίσθητους. Αυτό μπορεί να γίνει με ευγένεια κι ενσυναίσθηση. Θα μπορούσαμε  να πούμε ότι κατανοούμε το συναίσθημα του άλλου, αλλά δυστυχώς στην παρούσα φάση δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, παρ’ όλο που θα το θέλαμε κι εμείς. Αυτό μπορεί να ειπωθεί με λεπτότητα, αλλά και σταθερότητα ως προς την πίεση που ενδεχομένως ασκείται από την άλλη πλευρά, διότι η αλλαγή μιας στάσης συχνά συνοδεύεται από αντιστάσεις όσων την αντιμετωπίζουν. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να προφασισθεί ανειλημμένη υποχρέωση ούτως ώστε ν’ αποφύγει κάτι. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προγραμματίζει κάτι άλλο ώστε εύκολα να μπορέσει να πει στον εαυτό του ότι πραγματικά, ενώ θέλει, δεν μπορεί να βοηθήσει, ώστε στη συνέχεια αυτή του τοποθέτηση να τη μεταφέρει και στον άλλο. Επίσης, η απομάκρυνση, με φυσική παρουσία, από πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι μάλλον στρεσογόνες παρά ωφέλιμες αποτελεί έναν τρόπο οριοθέτησης στην ανταπόκριση που έδειχνε κανείς σ΄αυτές τις καταστάσεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι φαινομενικά ανεξάντλητες υποχωρήσεις κάποια στιγμή φέρουν σωματική αλλά κυρίως ψυχική εξάντληση κι η προστασία του εαυτού από την προσωπική διολίσθηση στην εξουθένωση είναι μονόδρομος για την επιβίωση αλλά και για την εξακολούθηση της προσφοράς στους άλλους. Σ ΄αυτούς τους άλλους, όμως, που εκτιμούν, σέβονται κι ανταποδίδουν αυτή την προσφορά.

Συντάκτης: Μαρία Πολυδώρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου