Γνωρίζεστε εδώ και καιρό. Βγαίνετε, συζητάτε, απολαμβάνει ο ένας την παρέα του άλλου. Το καταλαβαίνεις, υπάρχει κάτι. Μια έλξη; Ένας μαγνητισμός; Το λες χημεία. Σου μπαίνουν ιδέες. Βρε, λες; Βρε, θα μπορούσε. Γιατί να μην το προσπαθήσουμε; Κρίμα να χαραμίζονται τέτοιες αντιδράσεις σε μια απλή φιλία. Βέβαια, υπάρχει ένα θέμα. Δε λαμβάνεις ξεκάθαρα μηνύματα. Κάπου μπερδεύεσαι, θέλει ή δε θέλει; Ας μας πει επιτέλους και μας απόψε.
Δεν φταις εσύ που μπλέκεσαι, αλλά τα αντιθετικά μηνύματα που λαμβάνεις. Αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα για να δεις πως, ναι, όντως, για σένα γράφουμε εδώ πέρα. Σε ακουμπάει με κάθε ευκαιρία. Σε θέλει. Πας να πιάσεις εσύ διακριτικά το χέρι, έτσι για να περπατήσετε λίγο μαζί, βρε αδερφέ, και τραβιέται μέσα σε δύο δευτερόλεπτα. Σε βλέπει φιλικά. Όταν μιλάς με κάποιον, σου κάνει νάζια, σχεδόν ζήλιες. Σε θέλει. Εκείνος βέβαια πιάνει κουβέντα με καθετί ωραίο ή κι όχι τόσο ωραίο που περνάει. Σε βλέπει φιλικά. Πετάει σπόντες, πονηρές ερωτήσεις και ξύνεται ασυστόλως για όποια αναφορά σε σας τους δύο. Σε θέλει. Αρχίζει και συζητάει τα γκομενικά του μαζί σου. Σε βλέπει φιλικά. Πώς να βγάλεις εσύ μετά άκρη;
Προφανώς και δε βγάζεις, αλλά κάθεσαι εκεί και βράζεις στο ζουμί σου, προσπαθώντας να ερμηνεύσεις τα διφορούμενα μηνύματα και πλέον κάθε του φράση, κίνηση, μορφασμός περνάει από τρεις επιστημονικές αναλύσεις με την παρέα σου για να αποφασίσετε αν ήταν τελικά φιλικό ή ερωτικό. Κάπου νιώθεις πως θα χάσεις το μυαλό σου.
Πες μας, ρε φίλε, μας έχεις πετάξει οριστικά στο μέρος που ζωντανός δεν έχει βγει ποτέ κανείς, μας έχεις γράψει στη λίστα με το μαύρο από αίμα μελάνι, μας έχεις βάλει στη ζώνη που μπροστά της κι η ίδια η κόλαση φαντάζει παραδεισένια; Μας έχεις βάλει στο friendzone;
Κι εκεί που βρίσκεσαι σε κατάσταση απελπισίας, έρχεται εκείνο το τελειωτικό χτύπημα. Το μοιραίο. Καταριέσαι κάθε ώρα και στιγμή που ζητούσες απεγνωσμένα να μάθεις την απάντηση. Τι να μάθεις, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι στην άγνοια είμαστε όλοι ευτυχισμένοι; Τα ήθελες και τα έπαθες, τα ζητούσε ο οργανισμός σου. Πάρε τώρα την αλήθεια σου και μη μιλάς καθόλου.
Ξεκινάει απλά, σχεδόν εκπληκτικά ευχάριστα. Κάποιος –μεγάλη η χάρη του, ζωή να’ χει, κι όλες εκείνες τις παραπλήσιες ευχές– σας βλέπει και ξεστομίζει τη μεγάλη κουβέντα. « Αχ, πόσο ταιριάζετε! Τέλειο ζευγάρι!». Αυτό ήταν. Εσύ λιώνεις. Λες, θα σηκωθώ, θα τον φιλήσω τον άνθρωπο, θα τον κεράσω, του ανοίγω και μια σαμπάνια για το καλό. Πριν του απαντήσεις, παίρνεις εκείνο το απαλό ροζάκι στα μάγουλα, κοιτάς έτσι λίγο πονηρά, λίγο πλάγια, λίγο και καλά αθώα κι ανοίγεις το στόμα να πεις πως «Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο!» και καλά στην πλάκα, ενώ το εννοείς μέχρι το μεδούλι.
Έλα, όμως, που σε προλαβαίνει. «Ε, όχι και ζευγάρι, μόνο φίλοι είμαστε». Αυτό ήταν. Εγκεφαλικό. Το ροζάκι γίνεται εκρού του νεκρού, νιώθεις το τέλος να έρχεται, οι σφυγμοί αρχίζουν κι αραιώνουν. Δεν μπορεί να το είπε όντως. Δεν μπορεί να ξεστόμισε τέτοιο πράγμα, το μέχρι τώρα εκπληκτικό στόμα του. Κι όμως, το είπε και το εννοούσε. Ε, όχι και ζευγάρι. Ο πιο αργός θάνατος για τον καημένο τον έρωτά σου.
Τι να κάνεις κι εσύ, γελάς έτσι αμήχανα, πετάς ένα «ναι, ναι, ούτε καν» και λες τώρα να με άκουγε ο κολλητός να με έφτυνε που τον έχω πρήξει τόσο καιρό για κάτι που πρόδωσα πριν λαλήσει ο πετεινός. Αλλά έτσι είναι, πώς να εκτεθείς όταν ο άλλος σου έχει ρίξει τη χυλόπιτα χωρίς καν να το καταλάβει; Τα καταπίνεις όλα και τη μεγάλη κίνηση που ετοιμαζόσουν να κάνεις κι οποιαδήποτε πρόθεση για εξομολογήσεις είχες ποτέ στο νου. Πάνε αυτά. Τώρα έμαθες ό,τι ήταν να μάθεις και δυστυχώς, δε μοιάζει καθόλου με την απάντηση που ονειρευόσουν.
Μετά έρχεται η ώρα της κρίσης. Πώς γίνεται να το βλέπει τελικά όντως φιλικά; Ξαναφέρνεις στο μυαλό σου όλες τις κινήσεις και τα ύποπτα περιστατικά. Βρίζεις. Φταις εσύ που μπερδεύτηκες και που παρεξήγησες τα μηνύματά του; Μέσα σου λες αποκλείεται. Αλλά η αλήθεια είναι άλλη. Εσύ φταις. Εν μέρει, βέβαια.
Εσύ έχεις καταλάβει πολύ καλά τι συμβαίνει ανάμεσά σας. Βλέπεις τα πράγματα καθαρά. Υπάρχουν στοιχεία πολύ γοητευτικά, υπάρχει όντως μια σπίθα. Δεν τα παρεξήγησες όλα, ούτε υπάρχουν μόνο στο μυαλό σου. Για σένα, όλα τούτα είναι ικανά να οδηγήσουν κάπου, να οδηγήσουν σ’ εσάς τους δύο μαζί. Σου φτάνουν. Για τον άλλο, όμως, απλώς δεν είναι αρκετά. Κάτι νιώθει στον αέρα, αλλά δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα. Ναι, κάποια πράγματα σε σένα του αρέσουν πολύ. Αλλά όχι τόσο ώστε να σε δει αλλιώς, ώστε να θελήσει επιτέλους να σε βγάλει απ’ τη ζώνη.
Και ξέρεις γιατί δε ρίχνω το φταίξιμο πάνω του; Γιατί αν ήθελε όντως, θα σε είχε βγάλει. Εδώ και καιρό. Δε θα τον σταματούσε η «φιλία» σας, θα έκανε τα υπονοούμενα, πράξη και θα είχε προτείνει εκείνο το πολυπόθητο ραντεβού που τόσο καιρό ονειρεύεσαι. Εσύ έβρισκες ένα σωρό δικαιολογίες για να εξηγήσεις το γιατί. Εκείνος απλώς δεν ήθελε. Δεν ήθελε και δεν το έκανε. Τόσο απλά. Κανείς δεν μπορεί να τον αναγκάσει και δυστυχώς κανείς δεν έχει δικαίωμα να του ζητήσει και τα ρέστα.
Το μόνο που όντως μπορείς να κάνεις, είναι να του εξομολογηθείς τα δικά σου αισθήματα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλώς για να του εξηγήσεις γιατί θέλεις να σταματήσει όλα εκείνα τα δήθεν αθώα που εσένα σε επηρέαζαν και σε ξεσήκωναν τόσο πολύ μέχρι τώρα. Δε λέω, δύσκολο να βρεις το κουράγιο όταν ξέρεις πως ο άλλος δε θα ανταποκριθεί. Απ’ την άλλη βέβαια, είσαι πλέον επισήμως, με παράσημα και με επίτιμη θέση βαθιά χωμένος στο friendzone. Υπάρχει περίπτωση να βρεθείς ποτέ κάπου χειρότερα;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη