Άνθρωποι. Με κάποιους θυμάσαι τη μέρα που τους γνώρισες. Τη μέρα που γελάσατε πιο δυνατά. Τη μέρα που σε πλήγωσαν. Τη μέρα που τους ερωτεύτηκες. Ζεις μέρες με ανθρώπους κι οι μέρες γίνονται ιστορίες κι ιστορίες κεφάλαια γεμάτα περιπέτειες. Κάποιες τις θυμάσαι, κάποιες ξεχνιούνται. Άλλες σημαίνουν πολλά, άλλες αδιάφορες. Με μερικούς ανθρώπους όλες οι μέρες έχουν σημασία. Ίσως γιατί είναι λίγες, ίσως γιατί δεν είναι όσες θα ‘θελες. Ίσως γιατί αυτοί οι άνθρωποι, κάτω απ’ το όνομά τους στο εξώφυλλο, έχουν μαζί μία λέξη∙ απωθημένο. Ίσως γιατί κάποια κεφάλαια δε γνώρισαν τέλος ποτέ τους.

Κι αν τα απωθημένα δεν υπήρχαν θα άδειαζε πολύ το ράφι σου. Πειράζει; Αρέσουν, άραγε, σε κάποιον τα βιβλία χωρίς επίλογο; Βλέπεις την ιστορία ν’ αρχίζει, να κορυφώνεται, ψάχνεις τη δράση, μα οι σελίδες πλέον άσπρες. Χαμένος χρόνος τα απωθημένα. Χαμένος κόπος. Γιατί τα ψάχνεις, γιατί υπάρχουν; Γιατί δεν τα πετάς απ’ το ράφι σου επιτέλους;

Γεννιούνται τα καταραμένα και ζουν για πάντα να σου τρώνε την ψυχή. Κι αν βρήκες τρόπο να τα ξεπεράσεις, πες το μου και θα το πω εγώ σε άλλους. Είναι μια δύναμη διαβολική, αήττητη, εκείνος ο εχθρός που ξέρεις πως θα σε σκοτώσει, μα πηγαίνεις. Θέλεις να αναμετρηθείς. Έχεις πίστη. Ανόητε. Κανείς ποτέ δε νίκησε τα απωθημένα. Θεοί είναι, θεοί της καταδικασμένης ελπίδας και του εξεζητημένου έρωτα. Μην προσπαθείς, είσαι θνητός. Θα χάσεις.

Και ξέρεις, τα απωθημένα πάντοτε πληγώνουν. Ακόμη κι αν τα ζήσεις. Αν είσαι απ’ τους τυχερούς, μοναδικούς στη Γη, που κάπως κάποτε σου χαμογελάσει η τύχη, στο λέω, μη βιαστείς να ανταποδώσεις το χαμόγελο. Θα δεις εκείνον που τον ήθελες να έρχεται και θα πεις πως άξιζαν όλες οι αναμονές του κόσμου. Θα ζήσεις∙ μέρες, λίγες, ποτέ αρκετές. Ποτέ δεν είναι αρκετές με εκείνον που τον ήθελες και δεν ερχόταν. Θα φύγει όσο απρόσμενα εμφανίστηκε. Και χαιρόσουν εσύ που έζησες το απωθημένο σου και χαιρόσουν εσύ που γέμιζες σελίδες. Ανόητος ήσουν και πάλι. Μεγάλη η παγίδα τους κι εμείς καταραμένοι να μην ξεφεύγουμε ποτέ.

Απομυθοποίηση. Μια απ’ τις μέρες. Η χειρότερη. Θα νιώσεις το χρόνο σου χαμένο κι όσα ονειρευόσουν γελοία. Θα νιώσεις το γαμώτο. Στο μυαλό σου οι μέρες ήταν καλύτερες, οι μέρες ήταν διαφορετικές. Ποτέ τους δεν ξημέρωσαν στ’ αλήθεια κι αφού έφυγε εκείνο, μένεις εσύ με τις ιδέες σου και με το πόσο αστείες φαίνονται πλέον που τίποτα δε συνέβη, μα άλλαξαν τα πάντα. Διάβολος τα απωθημένα, μα η μέρα που τα απομυθοποιείς μια σκέτη κόλαση.

Μακάρι ο έρωτας να ήταν προορισμένος να πετύχει. Να βρει την ανταπόδοση. Να μην υπάρχουν «μην», κι «όχι», και «δεν μπορώ», και «δεν πρέπει». Αν ήθελες, να ήθελα κι αν μ’ αγαπούσες, να σ ’αγαπούσα. Κανείς να μην κολλάει μόνος ούτε να περιμένει -κι ούτε να μένει στο περίμενε. Να μην ελπίζει, να μη φαντάζεται. Μόνο να ζούσε, να το ζούσε. Όλοι ερωτευμένοι ή κανείς. Πόσο άδικο το μονόπλευρο, πόσο ανώφελο το πλατωνικό, πόσο μάταιο το απωθημένο. Πόσο σπάνιο το αυθεντικό. Πόσο μεγάλο το κρίμα.

Κι αν με ρωτήσεις, ίσως να έχω περισσότερα βιβλία με κενά απ’ ό,τι ολόκληρα. Ξέρεις, βιβλία με απωθημένα. Τόσες ελπίδες, τόσες προοπτικές. Τόσες σελίδες να γεμίσουν. Κάποια τ’ άρπαξα. Τα έβγαλα απ’ το ράφι, πήρα εκείνο το κόκκινο στιλό και πάλεψα μόνη μου να βάλω ένα τέλος. Και ξέρεις κάτι; Γέμισα μερικές σελίδες. Κέρδισα μέρες. Κι αν νόμιζα πως επειδή κράτησα στιλό είχα δύναμη, πάλι γελάστηκα. Έγραψα, μα το τέλος ούτε με γέμισε, ούτε μου θύμισε όσα είχα σκεφτεί τόσο καιρό μες στο μυαλό μου. Άλλου με πήγε η ιστορία κι όταν και πάλι το παράτησα, κάτι υπήρχε. Κι άλλες σελίδες, άσπρες και πάλι. Ίσως αυτές οι ιστορίες να ’ναι προορισμένες να μη βρουν το τέλος. Να μείνουν έτσι ανοιχτές. Ένα «γιατί», ένα «μια μέρα» κι ένα «ακόμη». Ένα «ως πότε».

Μάλλον πρέπει να παραδεχτούμε πως με κάποιους ανθρώπους δε θα το ζήσουμε ποτέ. Να ωριμάσουμε. Δεν είμαι σίγουρη, βέβαια, πως κάτι τέτοιο είναι στο χέρι μας. Μου μοιάζει αδύνατο ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να ελπίζεις. Να φαντάζεσαι. Και τα απωθημένα δε σημαίνουν απαραίτητα πως χάνεσαι. Ίσως απλά πως περιμένεις, πως αφήνεις πόρτες ανοιχτές κι αν φέρει ο δρόμος εκείνον από εκεί, τον υποδέχεσαι και του χαρίζεις μέρες. Ναι, έτσι δεν ακούγεται κακό. Είναι η παρηγοριά στο μέσα σου πως δεν τον σπαταλάς το χρόνο ούτε τον εαυτό σου. Πως κάποιες μέρες απ’ αυτές θα αξίζουν όσο εκείνες οι πολλές που δε θα έρθουν. Παρηγοριά να κοροϊδεύεσαι. Γλυκές οι αυταπάτες.

Έχει βαρύνει το ράφι μου απ’ ανθρώπους που πέρασαν χωρίς να σταματήσουν. Πόσα βιβλία; Πόσες μέρες; Κι όταν δεν έχω τι να κάνω, κατεβάζω κάποιο και το διαβάζω απ’ την αρχή. Χάνομαι στις σελίδες τους κι αυτές συνήθως είναι ωραίες. Οι πιο ωραίες ιστορίες ανάμεσα στα κείμενα που είναι γεμάτα μέχρι τέλους. Πάλι ξεφυσάω, πάλι το λέω το γαμώτο. Το βάζω πίσω το βιβλίο, μα ελπίζω να υπάρξουν κι άλλες μέρες. Γλυκάθηκα πάλι απ’ το άπιαστο, από εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί, μα όχι ακόμη.

Και δεν τα καίω, η ανόητη, τα βιβλία μου. Μέσα τους ζουν εκείνα και τ’ αφήνω. Καλά να πάθω. Θεός τα απωθημένα κι εγώ αρχίζω να πιστεύω. Κάψ’ τα, μωρέ, τι περιμένεις;

Τις μέρες∙ τι άλλο; Τις μέρες που κάποτε ίσως να ‘ρθουν.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Κομματά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη