Σχεδόν Ιούλιος. Καλοκαίρι. Που πάντα έρχεται, όσους χειμώνες και αν ζούμε. Και μας θυμίζει πως ο ήλιος πάντα θα βγει και θα ζεστάνει το μέσα μας, όσο κι αν έχουμε τουρτουρίσει ψυχρές κι άγριες νύχτες. Το ίδιο γίνεται σε όλα τα δρώμενα της ζωής μας. Σαν το ουράνιο τόξο, που πάντα κάνει την εμφάνισή του, μετά τη βροχή. Αντίστοιχα και οι καταιγίδες της ψυχής μας, που πάντα βρίσκουν ένα υπόστεγο κι ένα στεγνό κομμάτι ουρανού.

Έχεις αποφασίσει πως θες να αλλάξεις τη ζωή σου και να δώσεις έμφαση σε όλα εκείνα τα μικρά, που μπορούν να κάνουν τη ζωή τεράστια και το κάνεις πράξη. Φτιάχνεις μια λίστα με απλές καθημερινές στιγμές, που δεν είχες καταλάβει την αξία τους, μέχρι τη στιγμή που κάτι ή κάποιος τάραξε τόσο πολύ τη ζωή σου, που αναθεώρησες. Είναι καλοκαίρι και οι περισσότερες κουκίδες στη λίστα σου είναι εποχιακές. Κάποιες σύνθετες και δύσκολα πραγματοποιήσιμες, για πρακτικούς λόγους, αλλά και κάποιες τόσο απλές κι εύκολες, που ούτε εσύ ο ίδιος δεν το πιστεύεις.

Ξυπνάς στις έξι και μισή, με τις πρώτες δροσερές, ακόμα, ακτίνες του ήλιου να μπαίνουν δειλά από το παράθυρο. Χαμογελάς, μιας και ξέρεις τη συνέχεια της μέρας σου. Έχεις δώσει το πρώτο ρεπό στον εαυτό σου, μιας και τα πραγματικά ρεπό τα δίνουμε εμείς οι ίδιοι. Ετοιμάζεις έναν κρύο καφέ και πετάς μέσα σε μια ψάθινη τσάντα τα απολύτως απαραίτητα. Αντηλιακό, ένα βιβλίο που έχεις αφήσει από καιρό στη μέση, μια πετσέτα, ένα δροσερό φρούτο κι ένα παγωμένο νερό. Ο καφές στο χέρι για τη διαδρομή. Δε χρειάζεσαι κάτι άλλο για να νιώσεις πλήρης. Βάζεις το μαγιό σου και σε όλη τη διαδρομή χαμογελάς. Είναι 7 η ώρα το πρωί κι εσύ έχεις ήδη φτάσει στην παραλία.

Ούτε ένα αυτοκίνητο στον άλλοτε κατάμεστο χώρο στάθμευσης της παραλίας. Αν κι από παιδί κολυμπάς εκεί, δε θυμάσαι να την έχεις δει ποτέ τόσο άδεια. Η σκέψη σε εντυπωσιάζει. Μόλις κέρδισες μια ακόμα πρώτη φορά. Και χαμογελάς με ικανοποίηση ξανά. Κατεβαίνεις από το αυτοκίνητο και παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Τα πνευμόνια σου δε χορταίνουν οξυγόνο. Είναι αλλιώτικο. Πιο καθαρό, λυτρωτικό. Κοιτάζεις γύρω σου και συνειδητοποιείς πως η επιλογή είναι ξεκάθαρα δική σου. Όπως θα έπρεπε να είναι στα πάντα στη ζωή, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια. Διαλέγεις, λοιπόν, πού θα κάτσεις και απλώνεις με αργές κινήσεις την πετσέτα σου στην άμμο. Δεν έχεις ανάγκη από ξαπλώστρες και πολυτέλειες. Η μεγαλύτερη πολυτέλεια είναι που κατάφερες, έστω και αργά, να βάλεις μικρούς καθημερινούς στόχους και να τους κάνεις πράξη.

Μένεις για λίγο και κοιτάς γύρω σου. Τα μάτια σου δε χορταίνουν ομορφιά. Ένα ελαφρύ αεράκι σε κάνει να τα κλείσεις και να ταξιδέψεις εκεί που με ανοιχτά δεν μπορείς. Τα ανοίγεις κι αντικρίζεις έναν γλάρο να κολυμπάει περήφανος στα ανοιχτά. Πόσο ζηλεύεις για μερικά λεπτά την ελευθερία του. Μια ελευθερία που η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να σου προσφέρει. Αποφασίζεις να περπατήσεις στην ακροθαλασσιά πριν κάνεις τη βουτιά σου. Η πιο ξέγνοιαστη βόλτα σου. Περπατάς και νιώθεις το καλοκαίρι σε κάθε άκρο του κορμιού σου.

Ένα ελαφρύ κύμα ταράζει για λίγο την απόλυτη ησυχία. Για πρώτη φορά παρατηρείς πως δεν είναι από μέσα προς τα έξω, αλλά πλάγιο κι απορείς. Νιώθεις για λίγο ανόητος. Στα τόσα χρόνια σου δεν είχες παρατηρήσει ποτέ τα κύματα και τη ροή τους. Πόσο απίστευτο. Άλλη μια πρώτη φορά. Σαν να διαβάζει τη σκέψη σου, η θάλασσα ηρεμεί και είναι πλέον έτοιμη να σε καλοδεχτεί. Το νερό είναι δροσερό και το αποζητάς αν και είναι τόσο νωρίς που ο ήλιος δεν έχει καταφέρει να σε ζεστάνει.

Όλα μια απόφαση είναι, σκέφτεσαι και βουτάς απευθείας με το κεφάλι στο νερό. Τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν μέχρι να βγεις στην επιφάνεια, σε έχουν ήδη μεταμορφώσει σε έναν άλλο άνθρωπο. Στον άνθρωπο που δεν περίμενες ποτέ να γίνεις. Σχεδόν σοκάρεσαι. Ήταν πιο απλό από όσο νόμιζες τελικά. Κολυμπάς στα βαθιά πλέον και συνειδητοποιείς πως ακόμα κι αν θες να φωνάξεις, μπορείς να το κάνεις, χωρίς να σε κοιτάξει κανείς περίεργα. Και κάπου εκεί αρχίζεις να σιγοτραγουδάς.

Έχει περάσει αρκετή ώρα, δεν ξέρεις πόση και δεν έχει και μεγάλη σημασία. Περπατάς αργά προς τα έξω και παίρνεις τη θέση σου αναπαυτικά στην πετσέτα. Λίγο πιο πέρα μια ηλικιωμένη κυρία απολαμβάνει τη μοναχικότητά της, όσο κι εσύ. Παίρνεις το βιβλίο σου κι αποφασίζεις να διαβάσεις τις πιο όμορφες σελίδες που έχεις διαβάσει ποτέ. Βυθίζεσαι σε κάθε γραμμή με πρωτόγνωρη επιθυμία και διάθεση και χάνεσαι από το πραγματικό του κόσμου. Η λέξη τέλος τρεμοπαίζει στα μάτια σου και δεν μπορείς να πιστέψεις πως έφτασες στην τελευταία σελίδα τόσο γρήγορα. Ένα βιβλίο που πάλευες μήνες, ανάμεσα στις υποχρεώσεις, να τελειώσεις. Και τα κατάφερες σε ένα μοναχικό πρωινό στη θάλασσα. Η αίσθηση έχει χαθεί και κοιτάζεις πάλι γύρω σου. Έχουν έρθει άνθρωποι που δεν είχες αντιληφθεί την παρουσία τους. Κοιτάζεις το ρολόι σου με απορία και βλέπεις πως είναι κιόλας δέκα.

Ώρα να επιστρέψεις στην καθημερινότητα. Ένα βήμα τη φορά. Ένα βήμα κάθε φορά. Με την ελπίδα όλα τα πρωινά της ζωής να μπορούν να ξεκινήσουν μπροστά σε μια αμμουδιά, με πλαϊνά κύματα και το αεράκι να σε χαϊδεύει απαλά.

Συντάκτης: Μαρία Πορταράκη