Προτελευταίο επεισόδιο αυτής της σεζόν κι ο τίτλος αυτού «Θεραπεία». Πόσες έννοιες χωρούν σε μια φαινομενικά τόσο απλή λέξη; Πόσες ερμηνείες; Πόσο ευρηματικοί και στοχευμένοι είναι ακόμα κι οι τίτλοι αυτής της σκηνοθεσίας; Θεραπεία, λοιπόν, το σύνολο των ενεργειών που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί μια ασθένεια ή γενικά μια κατάσταση με παθογένειες. Θεραπεία, ψυχική ή σωματική, ανάλογα με την ανάγκη του κάθε ατόμου. Αυτή είναι η θέση του Χ. Παπακαλιάτη, στο επεισόδιο αυτό.
Ηχηρό μήνυμα του επεισοδίου αυτού, το οποίο δε θα μπορούσα από το να το αναφέρω πρώτο: «Να μη φοβούνται οι γυναίκες να μιλήσουν και να ζητήσουν βοήθεια, όταν ζουν μέσα σε κακοποιητικές σχέσεις. Είναι πολλές και καμία μόνη. Η μια μπορεί να έχει τη στήριξη της άλλης, μα κυρίως των ειδικών.»
Κάπως έτσι, λοιπόν, η Μαρία φτάνει στη συνειδητοποίηση κι αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια για να μπορέσει να επουλώσει τις πληγές. Μπορεί σημάδια να μείνουν, αλλά οφείλει τουλάχιστον να τις θρέψει, για να μην αιμορραγούν. Καταλαβαίνει πως όσο δυνατός κι αν είσαι ή νομίζεις ότι είσαι, δεν μπορείς να λύσεις μόνος κάτι τόσο τραυματικό.
Καίριο ερώτημα που δημιουργείται στην κοινωνία είναι το γιατί κάποιος επιλέγει να ανέχεται και να παραμένει σε μια κακοποιητική ή ανεπαρκή σχέση. Με αφορμή αυτό το ερώτημα, καταφέρνουμε απαλά, να μπούμε σε βάθος και να αντιληφθούμε πως για όλα υπάρχει ένα υπόβαθρο και μια μεγάλη εικόνα, πίσω από τη μικρή. Είναι κάτι το οποίο μπορούμε να διαπιστώσουμε και από τη Μαρία, η οποία μεγάλωσε σε μια οικογένεια με γνώμονα αυτές τις συμπεριφορές. Η αποκάλυψή της, πως ο πατέρας της γνώριζε όσα ζει και αδιαφορούσε, γιατί ήταν και ο ίδιος βίαιος, μας συγκλονίζει. Η κατάσταση αυτή, δεν του ήταν ξένη κι ίσως να του φαινόταν και φυσιολογική.
Ακόμα και στην ιστορία της Κλέλιας, με το «καλό παιδί», βλέπουμε μια ανοχή σε μια χειριστική κατάσταση, που κι αυτή πηγάζει από το οικογενειακό της περιβάλλον. Ο επικριτικός πατέρας της, δείχνει πως όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο λόγο γ’ αυτό που καταλήγουν να είναι. Εκείνος με η σειρά του, σκληρός, απρόσωπος, απόλυτος και με προτεραιότητα τα συμφέροντα κι όχι την κόρη του. Κάπως έτσι, για χάρη συμφέροντος κι εικόνας κι ο «γιατρός» της Κλέλιας, φτάνει στο σημείο να της κάνει πρόταση γάμου, αν κι έχει μια παράλληλη ερωτική ζωή. Κι εκείνη, μιας κι αυτό έχει μάθει να αναγνωρίζει ως κανονικότητα, αυτό κι επιλέγει.
Η διαπίστωση; Υποσυνείδητα βαδίζεις στα χνάρια αυτών που θεωρείς για πρότυπο, ακόμα κι αν γνωρίζεις πως είναι λάθος και η επιδίωξή σου ήταν να το αποφύγεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε ανθρώπους να αναβιώνουν καταστάσεις τις οποίες είχαν βιώσει και στο οικογενειακό τους πλαίσιο και τις καταδίκαζαν. Μένουν και οι ίδιοι να απορούν. Μα είναι η φύση των ανθρώπων τέτοια, ώστε να βαδίζει παράλληλα με τα όσα έχει μάθει να βιώνει. Έτσι κι η Αλεξάνδρα, που ξεσπάει εναντίον της αδιαφορίας και του κυνισμού του πατέρα της, που την πετάει έξω από τη δουλειά που με κόπο έφτιαξε. Ο λόγος; «Να κάτσει σπίτι με το παιδί.» Σε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα τη βλέπουμε να ξεδιπλώνει τον λόγο της δημιουργίας της τελειομανούς της φύσης και της αποστασιοποίησης από το συναίσθημα.
Από την άλλη, η συνάντηση του Ορέστη και της Κλέλιας, μας φτερουγίζει το στομάχι γλυκόπικρα, μιας και μας δείχνει πως το σώμα δεν ξεχνάει τα συναισθήματα. Το σώμα θυμάται και αποζητά το γνώριμο και το ζωντανό. Ο έρωτάς του. Ο βαθύς, ο αληθινός. Ένα νήμα που κόπηκε απότομα, μα αποζητά τη λύτρωση, για να αποζημιωθεί.
Η Χάρις, η λατρεμένη μας Χάρις, βρίσκεται αντιμέτωπη με την τραγική ειρωνεία της ζωής, μιας και στο δρόμο της έρχεται ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση του Χαράλαμπου. Ο Δημοσθένης, αγνοώντας την ταυτότητα και την καταγωγή της, την πολιορκεί με περίσσια ευγένεια και κάνει την καρδιά της να σκιρτήσει. Ξεκαρδιστική ατάκα της στο κέρασμά του: «Ένας άντρας με κέρασε καφέ, μετά από 30 χρόνια κι αυτός είναι χαλασμένος!»
Ο Αντώνης κοιμάται με κάποιον που γνώρισε τυχαία και το επόμενο πρωί ξυπνά και βρίσκεται αντιμέτωπος με την οικογένειά του. Ενώ περιμένει μια άλλη αντίδραση από εκείνους και τρομάζει, συνειδητοποιεί από τον ανοικτό χαρακτήρα τους, πως είναι να έχεις μια οικογένεια που σε αποδέχεται και σε στηρίζει, ανεξάρτητα από τη σ3ξουαλικότητά σου. Κάτι που ο ίδιος δε νιώθει να έχει και πικραίνεται.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στη Γιάννα, που σε όλα τα επεισόδια φαίνεται ως «ανόητη». Η συζήτηση που προσπαθεί να της κάνει ο Σπύρος για να της εκφράσει τους σκοπούς του, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου της και την κάνει να εκφραστεί: «Όταν κάτι δε με βολεύει, προτιμώ να κάνω τη χαζή» λέει με σοβαρό ύφος και στο αμέσως επόμενο λεπτό επιστρέφει στην αρχική της εικόνα, σαν να μην υπήρξε ποτέ η παρένθεση αυτή. Μεγάλη παρένθεση για μεγάλες αλήθειες.
Το πτώμα του Χαράλαμπου, τους οδηγεί όλους ξανά στους Παξούς. Συνένοχοι όλοι στο ίδιο έγκλημα, μπροστά στην κρυμμένη τους αλήθεια. Γιατί ο «δ@λοφόνος», κυριολεκτικά και μεταφορικά, κατά έναν περίεργο τρόπο, επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος.
Μέχρι το επόμενο, τελευταίο επεισόδιο, με κομμένη την ανάσα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου