Ήταν κάπου στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, όταν ο Nathaniel Brackett Wales έκανε μία απ’ τις μεγαλύτερες εφευρέσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας κι έμελλε να γίνει βασική ανάγκη για κάθε σπίτι, φοιτητικό ή μη. Το ψυγείο είναι αναγκαίο όπως και να το δεις το πράγμα, δεν ανοίγεις σπιτικό χωρίς αυτό και ποτέ δε βαριέσαι να ανοιγοκλείνεις την πόρτα του μέρα-νύχτα, γιατί όσο και να πεις, ρε παιδί μου, ως άνθρωπος –δραστήριος κι αχόρταγος– ποτέ δε σταματάς να πεινάς.

Το ψυγείο είναι όμορφη συσκευή· μπορείς να την βρεις σε πολλά χρώματα και σχέδια κι οι επιλογές άπειρες. Το δικό μου είναι ένα κόκκινο, κουκλί, με εξωτερική ομορφιά αδιαμφισβήτητη, αλλά στην εσωτερική λίγο μας τα χαλάει. Κενό, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Κι αυτά τα άδεια ψυγεία είναι ένας πόνος που όλοι έχουμε ζήσει.

Δεν είναι ελάχιστες οι φορές που στο δικό μου ψυγείο μου θα βρεις μόνο αβγά και μαρούλια, άντε και κάνε φρούτο στο βάθος. Μα είναι ακόμα περισσότερες οι φορές που δε θα βρεις απολύτως τίποτα, σε σημείο να απορείς ποια η χρησιμότητά του και γιατί συνεχίζω να το έχω στην πρίζα.

Κάπως θα με καταλαβαίνεις, αν είσαι ή έχεις υπάρξει φοιτητής, σε πόλη μακριά απ’ την οικογένειά σου. Λίγο το διάβασμα, λίγο περισσότερο τα ξενύχτια, σπανίως προλαβαίνεις ανοιχτό το σούπερ μάρκετ κι ακόμα σπανιότερα θυμάσαι να μπεις μέσα. Υπάρχει βέβαια κι η περίπτωση να έχεις κάνει τα λεφτά σου βότκες, τεκίλες και σφηνάκια και το φαγητό να μην είναι προτεραιότητά σου.

Κι εκεί κάπου είναι που ξεκινά να δουλεύει στο μυαλό σου η μαγική φράση: «τα ταπεράκια της μανούλας». Με μία κίνηση σαν άλλος Λούης πιάνεις το κινητό στα χέρια σου και παίρνεις τη μάνα σου τηλέφωνο να σου στείλει προμήθειες με το ΚΤΕΛ, γιατί σου έλειψαν τα φαγητά της και σαν κι εκείνη καμία και γιατί, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βγάλεις κι αυτόν το μήνα.

Φυσικά, μάνα είναι, δε θα σε αφήνει έτσι. Τα ταπεράκια θα σκάσουν σε κάνα-δυο μέρες το πολύ, οπότε και θα γεμίσεις το ψυγείο σου με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Γεμιστά, παστίτσιο, μπριζόλες μέχρι κι αβγά απ’ το χωριό και πιλάφι με χταπόδι -το αγαπημένο μου. Κι αυτές οι προμήθειες θα φουλάρουν ψυγείο και στομάχι για ένα κάποιο διάστημα, μετά όμως, πάλι τα ίδια.

Πέρα απ’ την τεμπελιά, την ανοικοκυροσύνη μας και τα ξενύχτια, έχουμε κι ένα σπουδαίο ελαφρυντικό. Ειδικά σε περιόδους εξεταστικής, ο χρόνος των φοιτητών είναι ελάχιστος. Κι εκεί που είσαι μέρα-νύχτα με ένα βιβλίο και σε πιάνει μια λιγούρα να θες να καταβροχθίσεις όλο το σύμπαν, ανοίγεις το ψυγείο και τι να δεις; Πάλι άδειο· γιατί πάλι δεν πρόλαβες να πας σουπερμάρκετ, πάλι δεν πρόλαβες να μαγειρέψεις και γενικά πολλά τα «δεν» σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής σου. Οπότε σκέφτεσαι έξυπνα, η επόμενή σου λύση για να μην πεθάνεις από ασιτία είναι να πιάσεις το κινητό στα χέρια σου και να παραγγείλεις, να σε σώσει ο ήρωάς σου, ο ντελιβεράς.

Η τεχνολογία μας τα έχει κάνει όλα τόσο εύκολα που μ’ ένα απλό πάτημα μπορούμε να παραγγείλουμε ό,τι θέλουμε, οποιαδήποτε στιγμή κι έχουμε κι άπειρες επιλογές. Εμείς για ένα κλαμπ σάντουιτς ανοίξαμε την εφαρμογή, τώρα πώς καταλήξαμε να παραγγείλουμε μία κρέπα μπισκότο-μπανάνα και pancakes με διπλή σοκολάτα στις δύο το χάραμα ένας Θεός το ξέρει.

Τα στομάχια μας πάλι βρήκαν τρόπο να γεμίσουν, το ψυγείο όμως παραμένει άδειο κι είναι τόσο καταθλιπτική η εικόνα του. Τι θα ανοιγοκλείνουμε όταν βαριόμαστε; Την τηλεόραση; Αφού δεν παίζει κάτι καλό, ενώ ένα γεμάτο ψυγείο πάντα έχει ενδιαφέρον.

Όσο και να θέλουμε την ευκολία στη ζωή μας, κακά τα ψέματα, ένα ψυγείο δεν είναι για στόλισμα, θέλει και περιεχόμενο, γιατί δεν ξέρεις πότε θα ‘χει απαιτήσεις το στομάχι σου. Και προφανώς το μαγείρεμα, ακόμα κι αν πρόκειται για τοστ, είναι καλύτερο για την υγεία μας και την τσέπη μας απ’ το ντελίβερι -κι ας του έχουμε αδυναμία.

Σαν τους ανθρώπους και τα ψυγεία, δεν αρκεί το έξω τους, πρέπει να ΄χουν και περιεχόμενο.

 

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη