Η πόλη μουντή. Τα δέντρα κινούνται με τη φορά του ανέμου κι εμένα η ψυχή μου έχει σκοτεινιάσει. Μέσα μου φοβάμαι να κάνω βήμα. Οι σκέψεις μαστιγώνουν το μυαλό μου που έχει γίνει, τώρα πια, η μεγαλύτερη φυλακή μου.
Το ταξίδι που ήθελα να πραγματοποιήσω κάποτε, τριγυρνάει συνεχώς στο μυαλό μου, εκείνο το ταξίδι που δεν έγινε ποτέ κι ήθελα να το κάνω τόσο πολύ. Λέω από μέσα μου ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, να φύγω μακριά για να ηρεμήσω. Γυρνάω στο σπίτι, ανοίγω τον υπολογιστή και ξεκινάω την αναζήτηση γι’ αυτό που ήθελα να κάνω, μα η μοίρα δε με άφησε. Σηκώνομαι και βάζω όπως-όπως τα πράγματα στη βαλίτσα μου, τη γεμίζω ασφυκτικά, μέχρι επάνω.
Το αεροπλάνο φεύγει σε δύο ώρες. Τα βήματα μου σέρνονται και προχωράω, φτάνω στην πύλη του αεροδρομίου, έτοιμος για να πετάξω. Να φύγω μακριά από όλους κι από όλα, να ξεχάσω. Βλέπω από ψηλά τη θάλασσα και σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Εικόνες με εκείνη. Θεέ μου πως μπόρεσα να τη χάσω -λέω από μέσα μου. Το αεροπλάνο φτάνει στον τελικό προορισμό του. Είμαι στην Κύπρο, εκεί όπου ήθελα να ταξιδέψω! Κατεβαίνω και προχωράω για να φτάσω στο ξενοδοχείο.
Αφήνω τα πράγματα στο δωμάτιο και ξεκινάω τη βόλτα μου σε μια πόλη που τα μισοσβησμένα φώτα της έμοιαζαν να τη στοιχειώνουν. Η μουσική που ακουγόταν από μια παμπ με έκανε να μπω μέσα. Κι έτσι, ένα βράδυ από το πουθενά, γνώρισα εσένα. Σε είδα να κάθεσαι στο τραπέζι και να έχεις παρέα τις φίλες σου, να μιλάτε και να σχολιάζετε. Κοιτούσες συνεχώς το κινητό σου κι από το βλέμμα σου κατάλαβα ότι ήσουν αλλού. Πώς θα μπορούσα εγώ να χωρέσω στη ζωή σου;
Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά που δεν το είχα ξανανιώσει γι’ άλλη. Θεέ μου, τι όμορφο πλάσμα -βροντοφώναξα μέσα μου. Τα μαλλιά σου ξανθά και πιασμένα αλογοουρά με ένα υπέροχο λαδί φόρεμα που έκανε αντίθεση στα όμορφα γαλαζοπράσινα μάτια σου. Και καθώς το μαγαζί είχε γεμίσει ασφυκτικά, έρχεται εκείνος. Σε πιάνει από το χέρι, σε φιλάει. Το βλέμμα μου αλλάζει φορά, κοιτάζει αλλού. Πιάνω την μπίρα που μόλις είχα παραγγείλει. Σε κοιτάζω. Το τηλέφωνο εκείνου χτυπάει, φεύγει κι απομακρύνεται από εσένα, χωρίς εσένα. Εσύ δε χαμογελάς, είσαι λυπημένη. Σε στεναχώρησε. Πλησιάζω προς το μέρος σου και σου συστήνομαι. Χαμογελάς.
Να ‘ξερες πόσα βράδια καταριέμαι εκείνο το χαμόγελο, εκείνο που με έκανε και κόλλησα μαζί σου. Που είπα ότι ίσως βρήκα τον άνθρωπο της ζωής μου. Ξεκινήσαμε να μιλάμε, είχες τόσο όρεξη για κουβέντα, σε ερωτευόμουν όλο και περισσότερο. Κρατήθηκα, γιατί την είχα ξαναπατήσει, όμως κάθε μέρα που περνούσε, μου έδειχνε ότι έχεις κάτι το διαφορετικό. Σε ερωτεύτηκα κι ερωτεύτηκα βαριά, όπως ποτέ άλλοτε. Αυτοί οι μήνες ήταν οι καλύτεροι της ζωής μου.
Βρισκόμασταν στα κρυφά. Μου είχες υποσχεθεί πως θα τελείωνες μαζί του. Μου είχες πει ότι θα του μιλήσεις κι ότι θα καταλάβει, με είχες ερωτευτεί κι εσύ, έτσι είπες, ένα βράδυ που καθόμασταν στην παραλία και κάναμε σχέδια για το μέλλον, αγκαλιασμένοι στα κρυφά, γιατί δε μπορούσαμε να έχουμε ζωή.
Μέχρι εκείνο το μεσημέρι, που με αγκάλιασες για πρώτη φορά στα φανερά. Κάθε πρωί η μέρα μου ξεκινούσε και τελείωνε με το χαμόγελο σου. Εκείνη την περίοδο η δουλειά ήταν αρκετά πιεστική αλλά το χαμόγελο σου με έκανε να βλέπω τα πράγματα θετικά. Τον τελευταίο μήνα τα μεταξύ μας όλα κυλούσαν υπέροχα, και το απόγευμα της ίδιας μέρας, μου έρχεται μια ειδοποίηση με mail ότι με έκαναν δεκτό σε ένα πρόγραμμα στην Αγγλία. Κι εσύ, με ακολούθησες, κάτι που, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχει κάνει ποτέ κανείς στη ζωή του για μένα. Και το έκανες εσύ.
Φύγαμε μακριά από όλους κι απ’ όλα, ζήσαμε τόσες όμορφες στιγμές. Θυμήσου εκείνα τα πρωινά που περπατούσαμε κι είχαμε έναν καφέ στο χέρι, ξέρεις, τον αγαπημένο σου, κι ήμασταν αγκαλιά, χωρίς να μας νοιάζει τίποτα. Τα είχαμε όλα. Κυρίως εγώ, είχα το μεγαλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Είχα εσένα.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να τελειώσει έτσι. Ήταν τόσο άσχημη στιγμή και για τους δύο μας. «Θέλω να σου μιλήσω», μου είπες θυμάμαι, κι η φωνή σου στο τηλέφωνο έτρεμε σαν κάτι να προσπαθούσες να αποφύγεις. Σε συνάντησα μόλις τελείωσα το σεμινάριο, έκλαιγες, σε ρώτησα τι είχες και μου απάντησες τίποτα. Και αυτό το «τίποτα» αργότερα κατάλαβα ότι ήμουν εγώ. Μου εξήγησες, δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις ότι δεν είμαι για σένα. Δεν κάνω για σένα. Κι όμως, μέσα μου ήξερα. Έκανες για μένα. Μου έδωσες ένα τελευταίο φιλί κι η ψυχή μου ήρθε ξανά στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν όταν με γνώρισες.
Θυμάμαι, μετά από χρόνια έπιασα στα χέρια μου ένα γράμμα, το οποίο δεν τελείωσες ποτέ, γιατί ήθελες να συμπληρώσω το τέλος εγώ. Το γράμμα τελείωνε με τη φράση «Τελικά, ήμουν για σένα;». Η απάντηση είναι πως ήσουν όλα όσα ήθελα να μου συμβούν. Όλα όσα δεν ήξερα καν ότι ήθελα. Ήσουν το κορίτσι μου.
Κι αν η ζωή μας τα έφερνε έτσι και πάλι δικιά μου θα ήθελα να ήσουν. Όπως τότε, που σε έπαιρνα στην αγκαλιά μου και σου ψιθύριζα στο αυτί πως εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι τίποτα. Κι εσύ χαμογέλασες και μου έσφιξες το χέρι. Και τότε, έγινα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο κόσμο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου